Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι στο γιαλό πετούν οι γλάροι, στο γιαλό πετούν οι γλάροι να τα παίζαμε, μακάρι..


Στην Katrin μου...



Από την πόρτα σου περνώ

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Ειρήνη Κονιτοπούλου || Γιάννης Πάριος

Από την πόρτα σου περνώ
κι από τη γειτονιά σου
για να με δεις και να χαρεί
κι εσένα η καρδιά σου

Έβγα στο παραθύρι
κρυφά απ' τη μάνα σου
και κάνε πως ποτίζεις
τη μαντζουράνα σου

Κάθε βραδιά στον ύπνο μου
μαζί σου κουβεντιάζω
και μόνο εκείνη τη χαρά
στον κόσμο δοκιμάζω

Έβγα στο παραθύρι
κρυφά απ' τη μάνα σου
και πες πως θα μιλήσεις
στη φιλενάδα σου

Όλος ο κόσμος απορεί
με την υπομονή μου
για να κερδίσω μια καρδιά
θα χάσω τη δική μου

Να σ' αποχτήσω θέλω
με την υπομονή
και θα 'σαι ευτυχισμένη
σε όλη τη ζωή






Πατινάδα
Τα μάτια σου τα όμορφα
Κυκλάδες

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Γιάννης Πάριος

Ανάθεμα τη μάνα σου
που σ’ έκανε μοδίστρα
και παρατάς το ράψιμο
και φτιάχνεις τη χωρίστρα.

Τα μάτια σου τα όμορφα
που χαμηλοκοιτάζουν
όταν γυρίσουν και με δουν
μες στην καρδιά με σφάζουν.

Τη μάνα σου την πονηρή
κρασί θα την ποτίσω
να πέσει ν’ αποκοιμηθεί
να ’ρθω να σε φιλήσω.







Ντάρι ντάρι

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Ειρήνη Κονιτοπούλου || Γιάννης Πάριος

Περνώ διαβαίνω για να δω
δυο μάτια αγαπημένα
για να με φέρει ο λογισμός
ξανά στα περασμένα

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι,
στο γιαλό πετούν οι γλάροι
να τα παίζαμε, μακάρι

Άνοιξε το, άνοιξε το παράθυρο
η γειτονιά, η γειτονιά να φέξει
Η πούλια κι ο, η πούλια κι ο αυγερινός
μαζί σου για, μαζί σου για να παίξει

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι,
στο γιαλό πετούν οι γλάροι
να τα παίζαμε, μακάρι

Πλαγιάζω για, πλαγιάζω για να κοιμηθώ
κι ο λογισμός, κι ο λογισμός με δέρνει
Ο ήλιος βγαί-, ο ήλιος βγαίνει στα βουνά
κι ο ύπνος δε, κι ο ύπνος δε με παίρνει

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι,
στο γιαλό πετούν οι γλάροι
να τα παίζαμε, μακάρι

Ντάρι ντάρι, ντάρι ντάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι,
στο γιαλό πετούν οι γλάροι
μας επήρανε χαμπάρι






Έχω μια δίψα

Στίχοι: Ειρήνη Χάλκου
Μουσική: Βαγγέλης Κονιτόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Πάριος

Πέρασε κιόλας ένας χρόνος
που έφυγες και είμαι μόνος
θαρρώ πως είν' ακόμα χθες
που μου ‘πες πια πως δε με θες.

Κι έχω μια δίψα ν' ακούσω τη φωνή σου
κι έχω μια δίψα ν' αγγίξω το κορμί σου
μέσα στη θάλασσα του πόνου μου βουλιάζω
και σου φωνάζω.

Πέρασε κιόλας ένας χρόνος
μα είναι αγιάτρευτος ο πόνος
νοιώθει η καρδιά μου ορφανή
γιατί είναι η θέση σου αδειανή.

Κι έχω μια δίψα ν' ακούσω τη φωνή σου
έχω μια δίψα ν' αγγίξω το κορμί σου
μέσα στη θάλασσα του πόνου μου βουλιάζω
και σου φωνάζω.





Περβολαριά
Δωδεκάννησα

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Έφη Σαρρή-Καραμπεσίνη || Γιάννης Πάριος

Περβολαριά όταν θα βγεις
τ' άνθη σου να ποτίσεις
ρίξε μου μια γλυκιά ματιά
τσαχπίνα περιβολαριά
να με παρηγορήσεις

Περβολαριά μου σε αγάπησα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
περβολαριά μου σε αγάπησα

Κόρη το περβολάκι σου
το δενδροφυτεμένο
τα χείλη μου τα μάρανες
σ' ορκίζομαι περβολαριά
που να το δω καμένο

Περβολαριά γλυκιά περβολαριά
μ' άναψες φλόγα μέσα στην καρδιά
μ' άναψες φλόγα μέσα στην καρδιά
περβολαριά γλυκιά περβολαριά

Περβολαριά μου σε αγάπησα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
περβολαριά μου σε αγάπησα

Περβολαριά του περβολιού
πες του περιβολάρη
το γιασεμί που φύτεψα
τσαχπίνα περιβολαριά
καλά να το φυλάει

Περβολαριά μου σε αγάπησα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
μες στην καρδιά μου σε ζωγράφισα
περβολαριά μου σε αγάπησα

Το γιασεμί στην πόρτα σου
ήρθα να το κλαδέψω
και νόμιζε η μάνα σου
τσαχπίνα περιβολαριά
πως ήρθα να σε κλέψω

Περβολαριά μου σ' αγαπώ πολύ
γιατί ειν' η γνώμη σου πολύ καλή
γιατί ειν' η γνώμη σου πολύ καλή
περβολαριά μου σ' αγαπώ πολύ

Περβολαριά μου όμορφη
έκαψες την καρδιά μου
κατέλυσες τα νιάτα μου
τσαχπίνα περβολαριά
κι όλη τη λεβεντιά μου

Περβολαριά λυπήσου με
κι έλα μαζί να ζήσουμε
κι έλα μαζί να ζήσουμε
περβολαριά λυπήσου με






Ικαριώτικο

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Γιώργος Κονιτόπουλος || Γιάννης Πάριος

Χρόνια και χρόνια τώρα τριγυρνώ
σαν πουλί περιπλανώμενο
μες την ξενυχτιά μες τη μοναξιά
που δεν την αντέχω άλλο πια
γιατί νοσταλγώ γιατί λαχταρώ
την αγάπη μου και το χωριό

Και η αγάπη μου στην Ικαριά
έχει μαύρο πόνο στην καρδιά
δίχως συντροφιά δίχως αγκαλιά
δίχως τα γλυκά μου τα φιλιά
κι αφού με πονά κι αφού μ' αγαπά
είναι κρίμα να 'ναι μοναχιά

Να πάρω θέλω την απόφαση
και θα πάω στ' όμορφο νησί
θέλω να της πω πως την αγαπώ
και μια μέρα θα την παντρευτώ
μες την Ικαριά μια γλυκιά βραδιά
θα το κάψουμε με τα βιολιά

Και θα χορέψουμε μαζί κι οι δυο
το σκοπό τον Ικαριώτικο
θα γλεντήσουμε, θα μεθύσουμε
τους καημούς θα λησμονήσουμε
μες την Ικαριά και σαν τα πουλιά
θα 'χουμε κι οι δυο ζεστή φωλιά






Έρι-έρι
Κυκλάδες

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Γιάννης Πάριος

Έρι-Έρι-Έρι, γιάντα οι δικοί σου
να μη θένε να ’χω έρωτες μαζί σου,
να μη θένε να ’χω έρωτες μαζί σου
Έρι-Έρι-Έρι, γιάντα οι δικοί σου.

Έρι-Έρι-Έρι, η μάνα του με βρίζει
μα το κοπελουδάκι με υποστηρίζει,
μα το κοπελουδάκι με υποστηρίζει
Έρι-Έρι-Έρι, η μάνα του με βρίζει.

Έρι-Έρι-Έρι, δεν τηνε συμφέρει
ν’ αρραβωνιαστούμε και να δώσει χέρι,
ν’ αρραβωνιαστούμε και να δώσει χέρι,
Έρι-Έρι-Έρι, δεν την εσυμφέρει.

Έρι-Έρι-Έρι, Έρι-Έρι-Έρι,
ήκαψές μου της καρδιάς μου το τζιέρι,
ήκαψές μου της καρδιάς μου το τζιέρι
Έρι-Έρι-Έρι, Έρι-Έρι-Έρι.

Έρι-Έρι-Έρι, φύλλο μαραμένο
είμαι αλλά ήθελά τα και παθαίνω,
είμαι αλλά ήθελά τα και παθαίνω
Έρι-Έρι-Έρι, φύλλο μαραμένο
Έρι-Έρι-Έρι, Έρι-Έρι-Έρι,
Έρι-Έρι-Έρι, Έρι-Έρι-Έρι,
Έρι-Έρι-Έρι, Έρι-Έρι-Έρι.






Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου Νίκος Καββαδίας






Θεσσαλονίκη

Ήτανε εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγαν οι Χιλιάνοι
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Άγια Θαλασσινή
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.

Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.

Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ"
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Dépôt.









Θεσσαλονίκη ΙΙ

Δίσκος: S/S Ιόνιον 1934 - 1986
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Ξέμπαρκοι (Ηλίας Αριώτης, Νότης Χασάπης)
Eκτέλεση: Ξέμπαρκοι (Ηλίας Αριώτης, Νότης Χασάπης)

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.





ΣΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΛΕΚΑΤΣΑ
ΑΓΑΠΗΤΟ ΦΙΛΟ ΚΑΙ ΣΥΜΠΑΤΡΙΩΤΗ

Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Καράλης
Άλλες ερμηνείες: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
Φίλιππος Νικολάου

θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.



I will stay always an ideal and worthless lover
of distant travels and blue seas,
and I will die one night as all the other nights,
without threading the misty line of the horizons.

For Madras, Singapore, Algeria and Sfax,
will deport as always the proud ships,
and I, bent over a desk with nautical maps,
I will add up sums in thick accounting books.

I will stop talking about far travels,
my friends will think that I have finally forgotten them,
and my mother, happy, will tell to anyone who asks,
"It was a youthful craziness, but now it has passed".

But one night my self in front of me will rise,
And like a ferocious judge will ask me to apologize,
and this worthless hand of mine that shakes, will get armed,
it will take aim and fearless will hit the culprit.

And I, that so much desired to be buried one day,
in a deep sea of the farfetched Indies,
I will have a common and very sad death,
and a funeral like the funerals of many people.




Φάτα Μοργκάνα

Μουσική: Μαρίζα Κώχ
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Στρείδι ωκεάνιο αρραβωνίζεται το φως.
Γεύση από φλούδι του ροδιού, στυφό κυδώνι
κι ο άρρητος τόνος, πιο πικρός και πιο στυφός,
που εναποθέτανε στα βάζα οι Καρχηδόνιοι.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Χόρτο ξανθό τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ένα ποτάμι με ζεστή, λιωμένη πίσσα,
άγριο, ακαταμάχητο, απειλητικό,
ποτίζει τους αμαρτωλούς που σ' αγαπήσαν.

Rosso romano, πορφυρό της Δαμασκός,
δόξα του κρύσταλλου, κρασί απ' τη Σαντορίνη.
Ο ασκός να ρέει, κι ο Απόλλωνας βοσκός
να κολυμπάει τα βέλη του με διοσκουρίνη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γερνά,
μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, αρτοφόρι.
'Αγια λαβίδα κι ιερή από λαμινάρια.
Μπροστά στη Πύλη, δυο δαιμόνοι σπαθοφόροι
και τρεις Αγγέλοι με σπασμένα τα κοντάρια.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.



FATA MORGANA

A "fata morgana" is a mirage, an optical phenomenon
which results from a temperature inversion.
Objects on the horizon, such as islands, cliffs, ships
or icebergs, appear elongated and elevated.

A poem of: Nikos Kavvadias - Νίκος Καββαδίας
Music: Mariza Koch - Μαρίζα Κωχ.

Ill make my communion with seawater,
Distilled from your body drop by drop,
in an ancient copper cup from Algiers,
As done by pirates of old before the fight.

Where are you coming from? From Babylon,
Where are you going? To the eye of the cyclone.
Whom do you love? A Gypsy maid,
What is her name? Fata Morgana

A leather sail, all smeared with wax,
Of cedar-wood reeking, of incense and varnish,
Like the smell of the hold in an aging ship
Built at that time on Euphrates in Phoenicia.

Where are you coming from? From Babylon,
Where are you going? To the eye of the cyclone.
Whom do you love? A Gypsy maid,
What is her name? Fata Morgana.

Fire-hued rust in the mines of Sina,
The capes of Gerakini and Stratoni
That coating, that old blessed rust gave us birth,
It feeds us, feeds on us, and then it kill us.

Where are you coming from? From Babylon,
Where are you going? To the eye of the cyclone.
Whom do you love? A Gypsy maid,
What is her name? Fata Morgana.









KURO SIWO

Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Δίσκος: "Σταυρός του νότου", 1979
Άλλες ερμηνείες: Θάνος Μικρούτσικος
Δίσκος: "Γραμμές των οριζόντων", 1991

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες' το μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.



De primer viaje te tocó travesía para el Sur,
guardias difíciles, mal dormir y malaria.
Las linternas de la India son extrañas
y no las ves, según dicen, a la primera.

Más allá del Puente de Adam, en China del Sur,
cargaste a miles sacos de soja.
Pero no has olvidado ni un momento las palabras
que te dijeron una hora vacía en Atenas.

El alquitrán se mete bajo las uñas y las quema
la ropa lleva años oliendo a aceite de pescado,
y lo que ella te dijo, zumbando en tu cerebro:
“¿Lo que gira es la brújula o el barco?"

El viento ha virado derrepente, está de temporal.
Te han relevado la guardia, pero todavía te domina una gran tristeza.
Mis dos loros la han palmado esta tarde
y el simio que tanto me costó amaestrar.

La chapa, la chapa todo lo borra.
Nos ceñía Kuro Siwo como un cinturón
y tú seguías sobre el timón contemplando
como declina la aguja cuarta a cuarta.





That first trip - a southern freight, by chance -
no sleep, malaria, difficult watches.
Strangely deceptive, the lights of the Indies -
they say you don't see them at a first glance.

Beyond Adam's bridge, you took on freight
in South China - soya, sacks by the thousand,
and couldn't get out of your mind for a second
what they'd told you in Athens one wasted night.

The tar gets under your nails, and burns;
the fish-oil stinks on your clothes for years,
and her words keep ringing still in your ears:
"Is it the ship or the compass that turns?"

You altered course when the weather turned,
but the sea bore a grudge and exacted its cost.
Tonight my two parrots were lost,
and the ape I'd had such trouble training.

The ship! - it wipes out all our chances.
The Kuro Siwo crushed us under its heel,
but you're still watching, over the wheel,
how, point by point, the compass dances.






"Federico Garcia Lorca"

Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Πρώτη εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Δίσκος: "Σταυρός του νότου", 1979
Άλλες ερμηνείες: Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Δίσκος: "Γραμμές των οριζόντων", 1991

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του

Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια

Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.

Μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών, των έγκλειστων στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου, από τους Γερμανούς (1/5/1944), της ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου Βοιωτίας απ' τους ναζιστές και ταγματασφαλίτες (10/6/1944). Ο θάνατος του μεγάλου Ισπανού ποιητή Λόρκα από τους φρανκιστές (Αύγ. 1936) τον συγκλονίζει: «Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά... / μέσα από τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά...». Ο ποιητής της θάλασσας Ν. Καββαδίας είναι περισσότερο γνωστός απ' τα ποιήματα της θάλασσας, παρά απ' τη δράση του...
Μετά την είσοδο των Ναζί στην Αθήνα, ο Νίκος Καββαδίας βρέθηκε στις γραμμές του ΚΚΕ.Εντάχθηκε στο ΕΑΜ, αρχικά στο ΕΑΜ Ναυτικών και αργότερα στο ΕΑΜ Λογοτεχνών -Ποιητών. Στην περίοδο της Κατοχής ο Νίκος Καββαδίας δημοσίευσε και τα αντιστασιακά του ποιήματα με πρώτο το «Αθήνα 1943», ενώ το 1944 δημοσίευσε το ποίημα «Στον τάφο του ΕΠΟΝίτη». Το 1945 δημοσίευσε το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», και το ποίημα «Αντίσταση». Λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στο περιοδικό «Πανσπουδαστική» όπου αφιέρωσε και το ποίημα του «Σπουδαστές».









Εσμεράλδα

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το γεια σου
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω "σε προδίνω"
κι ο γρύλος τον ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές





Τo πούσι

Δίσκος: S/S Ιόνιον 1934 - 1986
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Ξέμπαρκοι (Ηλίας Αριώτης, Νότης Χασάπης)
Eκτέλεση: Ξέμπαρκοι (Ηλίας Αριώτης, Νότης Χασάπης)

Έπεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυό του πόδια στις καδένες.
μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες









Οι Εφτα Νανοι στο s/s CYRENIA

Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σήμ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρέκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι' ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.

Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
-Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι ;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιός ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι ;

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι
σωρός να πέσει, να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τότ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποιά βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη ;
Ρούθ, δε μιλάς ; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι ;

Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είν' ένα κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
-Γιέ μου, που πας ;- Μάνα, θα πάω με τα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι ...
Ο πιο στερνός μ' έναν αυλό με νανουρίζει.






Ο Νίκος Καββαδίας (11 Ιανουαρίου 1910 - 10 Φεβρουαρίου 1975)
ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος.


Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 1910 στο Νίκολσκι Ουσουρίσκι, μια επαρχιακή πόλη της περιοχής του Χαρμπίν στη Μαντζουρία, από γονείς Κεφαλλονίτες, το Χαρίλαο Καββαδία και τη Δωροθέα Αγγελάτου της γνωστής οικογένειας εφοπλιστών της Κεφαλλονιάς. Σ’ αυτή τη μικρή Ρωσική πόλη, γεννιούνται και άλλα δυο παιδιά: η Τζένια (Ευγενία) κι ο Μήκιας (Δημήτρης). Ο πατέρας Χαρίλαος Καββαδίας διατηρούσε γραφείο γενικού εμπορίου διακινώντας μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.

Το 1914, με την έκρηξη του Πολέμου, η οικογένεια έρχεται στην Ελλάδα κι εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Το 1917, κατά τη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται. Γυρίζει και πάλι στην Ελλάδα το 1921, τσακισμένος και ανίκανος να προσαρμοσθεί στην ελληνική πραγματικότητα.

Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό κι είναι συμμαθητής με το Γιάννη Τσαρούχη. Διαβάζει Ιούλιο Βερν και διάφορα βιβλία περιπέτειας. Στο Γυμνάσιο γνωρίζεται με το συγγραφέα και ιατρό του Πολεμικού Ναυτικού Παύλο Νιρβάνα. Δεκαοκτώ ετών, αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας.

Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως την ίδια περίοδο πεθαίνει ο πατέρας του και αναγκάζεται να εργαστεί σε ναυτικό γραφείο. Συνεχίζει όμως να συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά. Το Νοέμβριο του 1928, ο Καββαδίας βγάζει το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο ως "ναυτόπαις" και μπαρκάρει τον επόμενο χρόνο στο φορτηγό "Άγιος Νικόλαος".

Το 1934, η οικογένεια μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Το σπίτι της γίνεται τόπος συγκέντρωσης λογοτεχνών, ζωγράφων και ποιητών. Ο Καββαδίας την εποχή εκείνη περιγράφεται ως ένας λιγομίλητος απλός άνθρωπος, ατημέλητος, χαριτωμένος, εγκάρδιος, με ανεξάντλητο χιούμορ, αγαπητός στους πάντες. Το 1938 στρατεύεται και υπηρετεί στην Ξάνθη με την ειδικότητα του ημιονηγού, ενώ το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή κατωτέρας τάξεως.
Το 1940 υπηρέτησε στην Αλβανία και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του Κ.Κ.Ε.

Με τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου, ο ποιητής μπαρκάρει και πάλι αφού έχει εξασφαλίσει την άδεια της ασφάλειας, που τον θεωρεί "κομμουνιστή άνευ δράσεως" και του χορηγεί ειδικά διαβατήρια περιορισμένης χρονικής ισχύος. Έπειτα, από το 1954 μέχρι και το 1974, ταξιδεύει διαρκώς με πολύ μικρά διαλείμματα. Μέσα στη χρονική αυτή περίοδο, τα πιο σημαντικά γεγονότα στη ζωή του ποιητή αφορούν το θάνατο του πιο μικρού του αδερφού, Αργύρη, το 1957, την κυκλοφορία της «Βάρδιας» στα γαλλικά το 1959, την επανέκδοση του «Μαραμπού» και του «Πούσι» το 1961 από τις εκδόσεις Γαλαξίας, το θάνατο της μητέρας του το 1965 και τη γέννηση του Φίλιππου το 1966, γιου της ανιψιάς του Έλγκας.

Το 1975, στην Αθήνα, στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», αφήνει την τελευταία του πνοή ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο.

Ποίηση
* Μαραμπού (1933)
* Πούσι (1947)
* Τραβέρσο (1975)
* Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη: Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα, επιμέλεια Guy (Michel) Saunier. Αθήνα: Άγρα, 2005

Πεζογραφία
* Βάρδια (1954)
* Λι (1987)
* Του πολέμου/Στ' άλογό μου (1987)

Το μικρό πεζό "Λι" γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία το 1995 με τίτλο "Between the devil and the deep blue sea".


Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Αμυγδαλάκι τσάκισα και μέσα σε ζωγράφισα ...




ΘΑΛΑΣΣΑΚΙ

Παραδοσιακό. Διασκευή: Αντώνης Απέργης
Ερμηνεία: Κώστας Παυλίδης

Γίνε πουλί μου θάλασσα κι εγώ το ακρογιάλι
να 'ρχεσαι με τα κύματα στην εδική μου αγκάλη

Θάλασσα κι αλμυρό νερό
να σου κακιώσω δεν μπορώ

Ο μισεμός είναι καημός το έχε γεια είναι ζάλη
και το καλώς ορίσατε είναι χαρά μεγάλη

Αμυγδαλάκι τσάκισα
και μέσα σε ζωγράφισα

Σταλαγματιά σταλαγματιά το μάρμαρο τρυπιέται
κι αγάπη που δεν παίρνεται δεν πρέπει ν' αγαπιέται

Θάλασσα θαλασσάκι μου
και φέρε το πουλάκι μου













Ψεύτικη ζωή

Στίχοι: Αντώνης Απέργης
Μουσική: Αντώνης Απέργης
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Παυλίδης

Δε θέλεις να σε αγαπώ
εγώ όμως σε λατρεύω.
Δε θες να νοιάζομαι
μα εγώ καρδιοχτυπώ.
Και, πίστεψέ με, τίποτα δε γυρεύω
μόνο το ψέμα σου να ζω.

Ξέρω είν' η πόρτα σου κλειστή
δε σου ζητώ ν' ανοίξεις
ούτε στιγμή δε μου περνάει απ' το μυαλό.
Κι αν καταλάβω πως μία ματιά μου ρίξεις
μ' αυτό το λάθος σου θα ζω.

Γιατί μου λες να σε ξεχάσω πες μου
γιατί δε θες να σ' αγαπώ
αφού το ψέμα σου γυρεύω μόνο
άσε με ψεύτικα να ζω.

Για ποιον θα κλαίω τα βράδια
είν' η ζωή μου άδεια
δίχως για σένα να πονώ.
Να καίγετ' η καρδιά μου
είν' η παρηγοριά μου
κι είναι το μόνο αληθινό.

Μέσα σε ψεύτικη ζωή
μέσα σε παραμύθια
ξέρω ο άνθρωπος πως δεν μπορεί να ζει.
Μα αν ο πόνος είναι η μόνη αλήθεια
ζω τότε αληθινή ζωή.

Ούτε μια λέξη να μου πεις
ούτε ματιά να ρίξεις
να με σκεφτείς δε θέλω ούτε μια στιγμή.
Σ' αυτή την πόρτα που δε θα την ανοίξεις
ό,τι είναι να' ρθει θα με βρει.

Γιατί μου λες να σε ξεχάσω πες μου
γιατί δε θες να σ' αγαπώ
αφού το ψέμα σου γυρεύω μόνο
άσε με ψεύτικα να ζω.

Για ποιον θα κλαίω τα βράδια
είν' η ζωή μου άδεια
δίχως για σένα να πονώ.
Να καίγετ' η καρδιά μου
είν' η παρηγοριά μου
κι είναι το μόνο αληθινό.







ΤΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΑΣ ΤΑ ΦΥΛΛΑ

Παραδοσιακό. Διασκευή: Αντώνης Απέργης
Ερμηνεία: Κώστας Παυλίδης

Της τριανταφυλλιάς τα φύλλα θα τα κάνω φορεσιά
θα τα βάλω να περάσω να σου κλέψω την καρδιά

Τα ματάκια σου τα μαύρα χαμηλοκοιτάζουνε
σαν γυρίσουν και με δούνε την καρδιά μου σφάζουνε


The rose's leaves I'll make them a costume
to wear, pass by and steal your heart

Your black eyes look down
when they turn and see me, they cut my heart



















ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΣΚΟΤΑΔΙΑ

(Κώστας Παυλίδης)
Στίχοι: Βαγγέλη Βελώνια

Πέταξαν πέρα τα πουλιά, χαθήκαν τρομαγμένα,
στα λόγια σου τα ξένα.

Πέταξαν πέρα τα πουλιά και σώπασαν τα δέντρα,
πώς σήκωσες την πέτρα;

Κι έχω τη νύχτα στα μαλλιά,
του κόσμου τα σκοτάδια, στα χέρια μου τα άδεια…

Πέφτουνε τ’ άστρα στο κενό και σβήνουν ένα-ένα,
μη δούνε τα γραμμένα.

Πέφτουνε τ’ άστρα στο κενό και χάθηκ’ η σελήνη,
πως πήρες την ευθύνη;

Κι έχω τη νύχτα στα μαλλιά,
του κόσμου τα σκοτάδια, στα χέρια μου τα άδεια…





Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009

Δεν µπορώ ν' αλλάξω το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου. Αλλά όταν µε χρειάζεσαι θα 'µαι δίπλα σου...





Στα Τζιβαέρια μου με αγάπη..


Ένα Ποίημα Για Τους Φίλους

Δεν µπορώ να σου δώσω λύσεις,
για όλα τα προβλήµατα της ζωής,
ούτε έχω απαντήσεις
στις αµφιβολίες ή τους φόβους σου,
αλλά µπορώ να σε ακούσω
και να τα µοιραστώ µαζί σου.

Δεν µπορώ ν' αλλάξω
το παρελθόν σου ούτε το µέλλον σου.
Αλλά όταν µε χρειάζεσαι
θα 'µαι δίπλα σου.

Δεν µπορώ ν' αποτρέψω
να µη σκοντάψεις.
Μόνο µπορώ να σου προσφέρω το χέρι µου,
για να κρατηθείς
και να µη πέσεις.

Οι χαρές σου.
Οι θρίαµβοί σου
κι οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικά µου.
Αλλά χαίροµαι ειλικρινά
να σε βλέπω ευτυχισµένο.

Δεν κρίνω τις αποφάσεις
που παίρνεις στη ζωή.
Περιορίζοµαι στο να σε στηρίζω,
να σε παροτρύνω
και να σε βοηθώ όταν µου το ζητάς.

Δεν µπορώ να σου χαράζω όρια
που µέσα τους οφείλεις να κινείσαι,
αλλά σου προσφέρω αυτό το χώρο,
τον απαραίτητο για ν’' αναπτυχθείς.

Δεν µπορώ να αποτρέψω τον πόνο σου
όταν κάποια λύπη σου σχίζει την καρδιά,
αλλά µπορώ να κλάψω µαζί σου
και να µαζέψω τα κοµµάτια,
για να τη φτιάξω από την αρχή.

Δεν µπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος θα όφειλες να είσαι.
Μονάχα µπορώ να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να 'µαι φίλος σου.

Αυτές τις ηµέρες σκέφτηκα
τους φίλους και τις φίλες µου.
Δεν ήσουν ψηλά ούτε χαµηλά ούτε στη µέση.
Δεν ήσουν στην αρχή
ούτε στο τέλος της λίστας.

Δεν ήσουν το νούµερο ένα
ούτε το τελικό,
ούτε διεκδικώ να 'µαι πρώτος,
δεύτερος ή ο τρίτος στη δική σου.

Φτάνει που µε θες για φίλο.
Ευχαριστώ που 'µαι αυτό.






Poema a los Amigos, de Jorge Luis Borges

No puedo darte soluciones para todos los problemas de la vida,
Ni tengo respuestas para tus dudas o temores
Pero puedo escucharte y compartirlo contigo
No puedo cambiar tu pasado ni tu futuro.
Pero cuando me necesites estaré junto a ti.
No puedo evitar que tropieces.
Solamente puedo ofrecerte mi mano para que te sujetes y no
caigas.
Tus alegrías, tus triunfos y tus éxitos no son míos.
Pero disfruto sinceramente cuando te veo feliz.
No juzgo las decisiones que tomas en la vida.
Me limito a apoyarte, a estimularte y a ayudarte si me lo pides.
No puedo trazarte límites dentro de los cuales debes actuar,
Pero sí te ofrezco el espacio necesario para crecer.
No puedo evitar tus sufrimientos cuando alguna pena te parta el corazón.
Pero puedo llorar contigo y recoger los pedazos para armarlo de nuevo.
No puedo decirte quien eres ni quien deberías ser.
Solamente puedo amarte como eres y ser tu amigo.
En estos días pensé en mis amigos y amigas, entre ellos, apareciste tu.
No estabas arriba, ni abajo ni en medio.
No encabezabas ni concluías la lista.
No eras el número uno ni el número final.
Y tampoco tengo la pretensión de ser el primero,
el segundo o el tercero de tu lista.
Basta que me quieras como amigo.
Gracias por serlo.















































Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Τί χρώμα έχει η χαρά; – Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.. Αλκυόνη Παπαδάκη





Ροδαλένια μου, γλυκιά σαν το χρώμα του μεσημεριού!


Ποιός είναι ο δυνατός;

– Ποιός είναι ο δυνατός; Ρώτησε ξαφνικά το δέντρο.

– Αυτός που περπατά μέσα στη νύχτα μόνος του.
Κι όμως, φοβάται τόσο το σκοτάδι.
Αυτός που περιμένει στην πλαγιά τους λύκους.
Κι ας τρέμει σαν το λαγό ακούγοντας τα ουρλιαχτά τους.
Αυτός που γλιστράει, που γονατίζει, που γεμίζει λάσπες.
Που χώνεται στο θολό ποτάμι ως το λαιμό.
Και μια στιγμή, μέσα στο χαλασμό, απλώνει τα παγωμένα χέρια του,
κόβει κίτρινες μαργαρίτες και στολίζει τα μαλιά του. Αυτός είναι ο δυνατός.

Ένα κουκούλι έπεσε κείνη την ώρα στο χώμα κι έσπασε.
Μια πολύχρωμη πεταλούδα πήδηξε από μέσα.
Ξεδίπλωσε τα φτερά της και πέταξε γύρω από τις μυρτιές.
Ύστερα κοντοστάθηκε, κοίταξε μια στιγμή στα μάτια το Θεό, και ψιθύρισε:

– Γειά σου! Τι όμορφος που είναι ο κόσμος σου!




Τα χρώματα

– Τι χρώμα έχει η λύπη;
Ρωτησε το αστέρι την κερασιά
και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου
που περνούσε βιαστικά.
Δεν άκουσες;
Σε ρώτησα, τι χρώμα έχει η λύπη;

– Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα
την ώρα που γέρνει ο ήλιος στη αγγαλιά της.
Ένα βαθύ άγριο μπλέ.

– Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;

– Τα όνειρα;
Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.

– Τί χρώμα έχει η χαρά;

– Το χρώμα του μεσημεριού αστεράκι μου.

– Και η μοναξιά;

– Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.

– Τι όμορφα που είναι τα χρώματα!
Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο,
να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.

– Το αστέρι έκλεισε τα ματια του και ακούμπησε στο φράκτη.
Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.

– Και η αγάπη;
Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;

– …Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού,απάντησε το δέντρο.

– Τι χρώμα έχει ο έρωτας;

– Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.

– Έτσι ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τo αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… Και δάκρυσε …






Ελπίζω!

– Μην πικραίνεσαι, είπε. Και βούρκωσε.
Είναι όμορφη η ζωή. Πιστεψέ με.
Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές.
Σε νιώθω.
Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά;
Μα να θυμάσαι πάντα, φιλαράκο, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα.
Δε σταματάει πουθενά η ζωή.
Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες,
που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο της ψυχής τους.
Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι.
Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή.






Στον Ισκιο των πουλιών

Είναι κάτι νύχτες, που τ' αστέρια κατεβαίνουνε χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου.
Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγουδούν. Ακόμα κι οι πέτρες.
Και τα ξερά κλαδιά.
Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου.
Κι έρχεται ακάλεστη. Χωρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα,
να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις.
Χωρίς να κρατά η αφιλότιμη,
ούτ' ένα λουλουδάκι.
Ούτ' ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει.
Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει
προκλητικά το τσιγαράκι της.

"Αυτάααα! Πού είχαμε μείνει;"
Σου λέει μ' όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα.
Είν' αυτές οι νύχτες, που τ' άστρα κατεβαίνουν χαμηλά.
Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν.
Είν' αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που
έχουν τα μάτια της μοναξιάς.
Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.













Προσεξε μην ξεχάσεις ποτέ πως η ζωή αγαπά αυτούς
που την περιμένουν στη γωνία του δρόμου
μ' ένα λουλούδι στο χέρι..