Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Έφυγ' η μέρα μας πικρή κι άρχισε να βραδιάζει, μες στο τραγούδι το αίμα μου κόμπο τον κόμπο στάζει..




Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου

Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Ζωγράφος || Αλέξια

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.









Πήρα τους δρόμους τ' ουρανού

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Δίσκος: Μαουτχάουζεν - 1966

Να 'χα δυο χέρια, δυο σπαθιά
να σε σκεπάσω αγάπη μου
να μη σ' αγγίζει ο πόνος.
Να 'μουν αητός, να 'χα φτερά
για να σε πάρω μακριά
να μη σε βρίσκει ο χρόνος.

Έφυγ' η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κόμπο στάζει.

Πήρα τους δρόμους τ' ουρανού
τα σύννεφα κυνήγησα
μίλησα με τ' αστέρια.
Έψαξα νότο και βοριά
για να σου φέρω τη χαρά
μα έμεινα μ' άδεια χέρια.

Έφυγ' η μέρα μας πικρή
κι άρχισε να βραδιάζει,
μες στο τραγούδι το αίμα μου
κόμπο τον κόμπο στάζει.

Ho preso le strade del cielo

Avessi due mani, due spade
per coprirti amore mio
per non farti toccare dal dolore.
Fossi aquila, avessi ali
per portarti lontano
per non farti trovare dal tempo.

Fugge via il nostro giorno, amaro
e comincia ad annottare
nel canto il mio sangue
grumo a grumo gocciola.

Ho preso le strade del cielo
le nuvole ho inseguito
ho parlato con le stelle.
Ho cercato a sud e a nord
per portarti la felicità
ma son rimasto a mani vuote.

Fugge via il nostro giorno, amaro
e comincia ad annottare
nel canto il mio sangue
grumo a grumo gocciola.







Ο Δραπέτης

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Δίσκος: Μαουτχάουζεν - 1966

Ο Γιάννος Μπερ απ το βοριά
το σύρμα δεν αντέχει.
Κάνει καρδιά, κάνει φτερά,
μες στα χωριά του κάμπου τρέχει.

"Δώσε, κυρά, λίγο ψωμί
και ρούχα για ν αλλάξω.
Δρόμο να κάνω έχω μακρύ,
πάν από λίμνες να πετάξω."

Όπου διαβεί κι όπου σταθεί
φόβος και τρόμος πέφτει.
Και μια φωνή, φριχτή φωνή
"κρυφτείτε απ τον δραπέτη".

"Φονιάς δεν είμαι, χριστιανοί,
θεριό για να σας φάω.
Έφυγα από τη φυλακή
στο σπίτι μου να πάω."

Α, τι θανάσιμη ερημιά
στου Μπέρτολτ Μπρεχτ τη χώρα.
Δίνουν το Γιάννο στους Ες-Ες,
για σκότωμα τον πάνε τώρα.


Il fuggiasco

Gianni Ber spinto dalla tramontana
non sopporta il filo spinato
Si fa coraggio mette le ali,
corre nei paesi della pianura.

"Dammi signora, un po' di pane
e un vestito per cambiarmi.
Ho da fare una lunga strada,
ho da volare sopra le paludi".

E dove passa e dove si ferma
calano terrore e paura.
E una voce, una voce terribile
"Nascondetevi, c'è il fuggiasco"


"Cristiani, non sono un assassino,
o una belva che vi divori.
Son fuggito di prigione..
per tornarmene a casa"

Ah, che deserto mortale
nella patria di Bertold Brecht.
Consegnano Gianni alle SS
ed ora vanno a fucilarlo.








Αντώνης

Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Δίσκος: Μαουτχάουζεν - 1966

Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν' ανέβω τη σκάλα.

Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν κατάρα.

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδω
βράχο διπλό κουβάλα.

Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.


Antonis

There on the wide staircase
the staircase of tears
in willegraben the deep
stone quarry of lamentations

Jews and partisans walk
Jews and partisans fall down
a rock they carry on their back
a rock a cross of death

There Antonis to the voice
the voice, voice he listens
oh camarand, oh camarand
help me to climb the stairs

But there on the wide staircase
that staircase of tears
such a help is an insult
such compassion can be a curse

The Jew falls on the step
and the staircase bleeds crimson
and you young lad come over here
a double rock you’ll carry

I’ll take a double, a triple I’ll take
me, they cal me Antoni
so come and meet me if you are a man
at the threshing circle, the one paved with marble*

*The marble threshing circle that is paved with marble, το μαρμαρενιο αλωνι: a connection to the heroic epic of Digenis Acritas of the Byzantione Middle ages, where Akritas showing a manly contempt for death, challenges Death himself to a duel on a marble paved threshing circle.


Adonis

Là sulla larga scalinata
la scalinata del pianto
nel profondo Wienergrab
la cava dei lamenti

Ebrei e ribelli camminano
Ebrei e ribelli cadono
un macigno portano sulle spalle
un macigno croce di morte.

Là Adonis la voce
la voce la voce sente
o compagno, o compagno
aiutami a salire la scala.

Ma lì sulla larga scalinata
la scalinata del pianto
un aiuto così è affronto
un sentimento così una maledizione.

L' Ebreo cade sulla scala
e la scala si arrossa
e tu sbruffone vieni qui
e porta un macigno doppio.

Lo prendo doppio lo prendo triplo
io mi chiamo Adonis
e se sei un uomo vieni qui
sull'aia di marmo*.

* Nell'epica bizantina, Charos sfidava sulle aie di marmo o di ferro i giovani cavalieri e, sconfittili, li trascinava nel Kato-Kosmos, l'oltretomba, a servire nel suo palazzo. Certamente qui si allude a Digène Akrìtas, l'eroe dell'omonimo poema medievale, caduto a trentatrè anni nella sfida con la Morte, che con grande frequenza ricorre nella poesia neogreca, quando si vogliono esaltare gli eroismi del popolo nelle lotte per l'indipendenza e la libertà.








Όταν τελειώσει ο πόλεμος


Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Στίχοι: Ιάκωβος Καμπανέλλης
Ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη
Δίσκος: Μαουτχάουζεν - 1966

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Χαρά του κόσμου, έλα στην πύλη
να φιληθούμε μες στο δρόμο
ν αγκαλιαστούμε στην πλατεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Στο λατομείο ν αγαπηθούμε
στις κάμαρες των αερίων
στη σκάλα, στα πολυβολεία.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.

Έρωτα μες στο μεσημέρι
σ όλα τα μέρη του θανάτου
ώσπου ν αφανιστεί η σκιά του.

Κορίτσι με τα φοβισμένα μάτια
κορίτσι με τα παγωμένα χέρια,
άμα τελειώσει ο πόλεμος
μη με ξεχάσεις.


Quando finirà la guerra

Ragazzina dagli occhi pieni di paura
ragazzina dalle mani intirizzite,
quando finirà la guerra
non mi dimenticare.

Gioia del mondo, vieni alla porta
che ci baceremo in mezzo alla strada
che ci abbracceremo in mezzo alla piazza.

Ragazzina dagli occhi pieni di paura
ragazzina dalle mani intirizzite,
quando finirà la guerra
non mi dimenticare.

Nella cava ci dobbiamo amare
nelle camere del gas
sulla scalinata, sulle torrette dei guardiani.

Ragazzina dagli occhi pieni di paura
ragazzina dalle mani intirizzite,
quando finirà la guerra
non mi dimenticare.

Amore in pieno mezzogiorno
in tutti i posti della morte
fino a che la sua ombra non sparirà.

Ragazzina dagli occhi pieni di paura
ragazzina dalle mani intirizzite,
quando finirà la guerra
non mi dimenticare.






Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Κι έχει ένα φεγγάρι απόψε που με κάνει κι αρρωσταίνω..



Σε ολα μου τα Τζιβαέρια!!!


Έχει ένα φεγγάρι απόψε

Καλλιτέχνης: Πασχάλης Τερζής
Συνθέτης: Χρήστος Δάντης
Στιχουργός: Βασίλης Γιαννόπουλος

Τα λόγια σου μαχαίρι στην καρδιά
την ώρα που μου είπες το αντίο
τον λόγο σου δεν κράτησες
μονάχο με παράτησες
μεσ' στη νύχτα και στο κρύο

Τα λόγια σου μαχαίρι στην καρδιά
χωρίς εσένα είπα θα πεθάνω
από τον άδη γύρισα
μη φεύγεις σού ψιθύρισα
μείνε λίγο παραπάνω

Κι έχει ένα φεγγάρι απόψε
που με κάνει κι αρρωσταίνω
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
που μελαγχολώ
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
σαν κι εμένα δακρυσμένο
Πες μου πως θα έρθεις πάλι
σε παρακαλώ

Τα λόγια σου μαχαίρι στην καρδιά
γυρνάς μεσ' στο μυαλό μου και πονάω
κι απόψε δεν κοιμήθηκα
τα μάτια σου θυμήθηκα
γύρνα πίσω σ' αγαπάω

Κι έχει ένα φεγγάρι απόψε
που με κάνει κι αρρωσταίνω
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
που μελαγχολώ
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
σαν κι εμένα δακρυσμένο
Πες μου πως θα έρθεις πάλι
σε παρακαλώ

Κι έχει ένα φεγγάρι απόψε
που με κάνει κι αρρωσταίνω
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
που μελαγχολώ
Έχει ένα φεγγάρι απόψε
σαν κι εμένα δακρυσμένο
Πες μου πως θα έρθεις πάλι
σε παρακαλώ







Φεγγάρι μου χλωμό

Στίχοι: Βασίλης Γιαννόπουλος
Μουσική: Χριστόφορος Γερμενής
Πρώτη εκτέλεση: Πασχάλης Τερζής

Μεσ' το άδειο σπίτι μπαίνω
τ'άρωμα σου ανασαίνω
λιώνω που δεν είσαι πια εδώ

Σε θυμάμαι κι αρρωσταίνω
δεν αντέχω να πεθαίνω
πες μου που να ψάξω να σε βρω

Κάθε βράδυ κλαίω και πονώ
και κοιτώ ψηλά στον ουρανό
Φεγγάρι μου χλωμό
Φεγγάρι μου χλωμό
φεγγάρι την αγάπη μου για πες μου που θα βρω

Φεγγάρι μου χλωμό
μια χαρη σου ζητώ
φεγγάρι αν τη βλέπεις πες της πως την αγαπώ

Δυο ποτήρια στο τραπέζι
η ζωή παιχνίδια παίζει
πίνω και απ'τα δυο τη φωτιά

Μόνος πού να βρω την άκρη
κόβει σαν γυαλί το δάκρυ
και μου χαρακώνει τη ματιά

Κάθε βράδυ κλαίω και πονώ
και κοιτώ ψηλά στον ουρανό
Φεγγάρι μου χλωμό
Φεγγάρι μου χλωμό
φεγγάρι την αγάπη μου για πες μου που θα βρω

Φεγγάρι μου χλωμό
μια χαρη σου ζητώ
φεγγάρι αν τη βλέπεις πες της πως την αγαπώ





Ψάξε για σχολείο άστεγε! Προμηθέψου γνώση παγωμένε! Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο. Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία



Μάθαινε και τ’ απλούστερα! Γι’ αυτούς
που ο καιρός τους ήρθε,
Ποτέ δεν είναι πολύ αργά!
Μάθαινε το αβγ, δε σε φτάνει, μα συ
Να το μαθαίνεις! Μη σου κακοφανεί!
Ξεκίνα! Πρέπει όλα να τα ξέρεις!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μάθαινε άνθρωπε στο άσυλο!
Μάθαινε άνθρωπε στη φυλακή!
Μάθαινε γυναίκα στην κουζίνα! Μάθαινε εξηντάχρονε!
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Ψάξε για σχολείο άστεγε!
Προμηθέψου γνώση παγωμένε!
Πεινασμένε, άρπαξε το βιβλίο: είν’ ένα όπλο.
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία.
Μην ντρέπεσαι να ρωτήσεις Σύντροφε!
Μην αφεθείς να πείθεσαι.
Μάθε να βλέπεις συ ο ίδιος!
Ό,τι δεν ξέρεις ο ίδιος
καθόλου δεν το ξέρεις.
Έλεγξε το λογαριασμό
Εσύ θα τον πληρώσεις.
Ψάξε με τα δάχτυλα το κάθε σημάδι
Ρώτα: πως βρέθηκε αυτό εδώ;
Εσύ να πάρεις πρέπει την εξουσία

Μπ. Μπρεχτ





ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

Μουσική: Χρήστος Λεοντής
Στίχοι: Federico Garcia Lorca
Απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου
Πιάνο: Τάκης Φαραζής
Ακορντεόν: Παναγιώτης Τσεβάς

- Ασημιά κουδούνια αντηχούν στον δρόμο
πούθε πας μικρό μου ηλιοχιόνιστο
- Πάω στις μαργαρίτες πέρα στο λιβάδι
πράσινο λιβάδι σα ζωγραφιστό

- Πούθε πας μικρό μου διόλου δεν φοβάσαι
πέρα είν' το λιβάδι ώρες μακριά
- Η δικιά μου αγάπη διόλου δεν φοβάται
τ'ανοιχτό τ'αγέρι την δεντρο-σκιά

- Τότε να φοβάσαι γιόκα μου τον ήλιο
ακριβό μου αγόρι ηλιοχιόνιστο
- Τα μαλλιά μου ο ήλιος τα 'καψε για πάντα
κι είμαι ασπρομάλλης δυο χρονώ μωρό



- Silver bells echo in the street
where are you going my little sun-snowy
- I'm going to the daisies far to the field
green field like a painting

- Where are you going my little one aren't you afraid
far is the field many hours
- My love is not afraid at all
of the open air, the shadow-tree

- Then be afraid my son of the sun
my precious boy sun-snowy
- My hair was burnt by the sun forever
and I'm a silver-haired two years' baby








Νανούρισμα

Θα κεντήσω,πάνω στου αλόγου σου τη σέλλα
Με διαμαντόπετρες σωρό
του φεγγαριού το πήγαιν' έλα
στο πελαγίσιο το νερό

Αγόρι μου,αγόρι μου
αγόρι μου να σε χαρώ

Θα κεντήσω στ' ασημοπίστολα σου πλάι
της χελιδόνας το φτερό
κι έναν σταυρό να σε φιλάει
τις νύχτες που σε καρτερώ

Θα κεντήσω πάνω στο δίκοπό σου λάζο
το βλέμμα σου το καθαρό
αυτό το βλέμμα το γαλάζιο
που δε χορταίνω να θωρώ






Η γη παράγει αρκετά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες κάθε ανθρώπου,
όχι όμως την απληστία του.


Earth provides enough to satisfy every man’s need,
but not any man’s greed.






Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Μοίρα κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου! Πνευματικό Εμβατήριο, Σικελιανός









Το Πνευματικό Εμβατήριο δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα», στις 19.5.1945. Συνοδεύεται από σημείωμα του ποιητή, που λέει: «Είχα μόλις απαντήσει στην προχθεσινή συνέντευξη, όταν αυτή η ίδια μώγινε άξαφνα αφορμή για τη μετάβασή μου, πάνω στο ίδιο θέμα, στην ολοκληρωμένη μορφή του Ποιητικού Λόγου που δίνω παρακάτου». Πράγματι, στο πρώτο τεύχος του περιοδικού είχε δημοσιευτεί συνέντευξη με τον Σικελιανό με θέμα την «πνευματική Ελλάδα εμπρός στο δράμα της Κατοχής».

Στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί το ποίημα, αλλά σε κείμενο που φαίνεται να βασίζεται στη μελοποίηση Θεοδωράκη, που παραλείπει μερικές λέξεις σε σχέση με τη μορφή που βρήκα στο περιοδικό. Επίσης, το κείμενο που κυκλοφορεί έχει ευπρεπιστεί γλωσσικά σε μερικά σημεία· ο Σικελιανός έγραφε «σκέψες, πνέμμα, η άμπελο», όχι «σκέψεις, πνεύμα, η άμπελος» της σημερινής, μετά την ήττα, δημοτικής. Διόρθωσα σε μερικά σημεία την ορθογραφία (π.χ. το φωτογόνι το έκανα φωτογώνι).




ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ



Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι

(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,

μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν


όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου

όπου χρόνια,

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το Ναό

γιγάντιες σκέψες

σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα

σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα

άναβαν στο νου μου,

τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή

στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!


Γι’ αυτό δεν είπα:


Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.

Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,

και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,

καταβολάδα του Εμπυραίου,

με την δάδα τούτην,

ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,

όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης

ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου,

Ελλάδα!


Είπα κι εβάδισα


κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι

στο Καύκασό Σου

και το κάθε πάτημά μου

ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο

τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου

τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου

γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα

καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.


Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,


καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου

της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου

βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,

καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης

όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!


Κ’ είπα:


Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου

οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,

γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.

Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,

μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.

Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα

του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,

μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους

όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!


Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!


Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,

να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει

ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει

τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!

Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,

και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:


«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,


ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!

Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,

κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!

Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,

σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.

Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!

Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του

ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»


"Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα ορμή Σας


στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!

Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!

Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα

τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!

Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση

δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει

τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του

στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου

και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!

Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι

βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!


Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει


στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.

Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!

Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας

να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου

πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!

Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,

τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.

Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,

και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.


Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.


Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,

σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,

σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»



Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι


(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)

στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,

αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν


όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα

τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια

για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του

και τους κρεμνούσε ως άρματα

στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!

http://www.sarantakos.com/kibwtos/elgr/sikelianos_pneumemb.html










Ποίηση Άγγελου Σικελιανού
Μουσική Μίκη Θεοδωράκη
Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης & χορωδία
Παίζει η συμφωνική ορχήστρα του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του συνθέτη.


Γιγάντιες σκέψεις, σὰ νέφη πύρινα ἢ νησιὰ πορφυρωμένα
σὲ μυθικὸν ἡλιοβασίλεμα, ἄναβαν στὸ νοῦ μου,
τὶ ὅλη μου καίονταν μονομιᾶς ἡ ζωὴ στὴν ἔγνοια
τῆς καινούργιας λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα. γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶπα:

Τοῦτο εἶναι τὸ φῶς τῆς νεκρικῆς πυρᾶς μου...

Δαυλὸς τῆς Ἱστορίας Σου, ἔκραξα εἶμαι, καὶ νά,
ἂς καεῖ σὰν δάδα τὸ ἔρμο μου κουφάρι, μὲ τὴν δάδα τούτην,
ὀρθὸς πορεύοντας, ὡς μὲ τὴν ὕστερη ὥρα,
ὅλες νὰ φέξουν τέλος οἱ γωνιὲς τῆς οἰκουμένης,
ν᾿ ἀνοίξω δρόμο στὴν ψυχή, στὸ πνεῦμα, στὸ κορμί Σου, Ἑλλάδα.

Εἶπα, καὶ ἐβάδισα
κρατώντας τ᾿ ἀναμμένο μου συκώτι στὸν Καύκασό Σου,
καὶ τὸ κάθε πάτημά μου ἦταν τὸ πρῶτο,
κι ἦταν, θάρρευα, τὸ τελευταῖο,
τὶ τὸ γυμνό μου πόδι ἔπατει μέσα στὰ αἵματά Σου,
τί τὸ γυμνό μου πόδι ἐσκονταυε στὰ πτώματά Σου,
γιατὶ τὸ σῶμα, ἡ ὄψη μου, ὅλο μου τὸ πνεῦμα καθρεφτιζόταν,
σὰ σὲ λίμνη, μέσα στὰ αἱματά Σου.

Ἐκεῖ, σὲ τέτοιον ἄλικο καθρέφτη. Ἑλλάδα, καθρέφτη ἀπύθμενο,
καθρέφτη τῆς ἀβύσσου, τῆς Λευτεριᾶς Σου καὶ τῆς δίψας Σου,
εἶδα τὸν ἑαυτό μου βαρὺ ἀπὸ κοκκινόχωμα πηλὸ πλασμένο,
καινούργιο Ἀδὰμ τῆς πιὸ καινούργιας Πλάσης
ὅπου νὰ πλάσουνε γιὰ Σένα μέλλει. Ἑλλάδα.








Κι εἶπα:
Τὸ ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ τοὺς θάψαμε βαθειὰ βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὸ θεμέλιο διπλὸ στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿ ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...














Ὀμπρὸς βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπ᾿ τὴν Ἑλλάδα,
ὀμπρός, βοηθᾶτε νὰ σηκώσουμε τὸν ἥλιο πάνω ἀπὸ τὸν κόσμο.
Τὶ, Ἰδέτε· ἐκόλλησεν ἡ ρόδα του βαθειὰ στὴ λάσπη,
κι ἄ, ἰδέτε χώθηκε τ᾿ ἀξόνι του βαθειὰ μέσ᾿ τὸ αἷμα.
Ὀμπρός, παιδιά, καὶ δὲ βολεῖ μονάχος ν᾿ ἀνέβῃ ὁ ἥλιος,
σπρῶχτε μὲ γόνα καὶ μὲ στῆθος νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὴ λάσπη,
σπρῶχτε μὲ στῆθος καὶ μὲ γόνα νὰ τὸν βγάλουμε ἀπ᾿ τὸ γαῖμα.
Δέστε, ἀκουμπᾶμε ἀπάνω τοῦ ὁμοαίματοι ἀδελφοί του.
Ὀμπρός, ἀδέλφια, καὶ μᾶς ἔζωσε μὲ τὴ φωτιά του,
ὀμπρός, ὀμπρὸς κι ἡ φλόγα του μᾶς τύλιξε ἀδελφοί μου.








Μέρος 7
Σιμώνει ὁ νέος ὁ Λόγος π᾿ ὅλα θὰ τὰ βάψῃ,
στὴ νέα του φλόγα. νοῦ καὶ σῶμα. ἀτόφιο ἀτσάλι...
Ἡ γῆ μας ἀρκετὰ λιπάστηκε ἀπὸ σάρκα ἀνθρώπου...
παχιὰ καὶ καρπερά, νὰ μὴν ἀφήσουνε τὰ σώματά μας
νὰ ξεραθοῦν ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τοῦτο λουτρὸ τοῦ αἵμα του πιὸ πλούσιο,
πιὸ βαθὺ κι ἀπ᾿ ὅποιο πρωτοβρόχι.
Αὔριο νὰ βγεῖ ὁ καθένας μας μὲ δώδεκα ζευγάρια βόδια
τὴ γῆ αὐτὴ νὰ ὀργώσει τὴν αἱματοποτισμενη...
Ν᾿ ἀνθίση ἡ δάφνη ἀπάνω της καὶ δέντρο ζωῆς νὰ γένη,
καὶ ἡ Ἄμπελός μας νὰ ἁπλωθεῖ ὡς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης...





Μέρος 8
Ἔτσι, σὰν ἔριξα καὶ τὸ στερνὸ δαυλὶ στὸ φωτογώνι
(δαυλὶ τῆς ζωῆς μου τῆς κλεισμένης μέσ᾿ τὸ χρόνο)
στὸ φωτογώνι τῆς καινούργιας Λευτεριᾶς Σου, Ἑλλάδα
ἀναψυχώθηκε ἄξαφνα τρανὴ ἡ κραυγή μου, ὡς νἆταν
ὅλο χαλκὸς τὸ διάστημα ἢ ὡς νἆχα τ᾿ ἅγιο κελὶ
τοῦ Ἠράκλειτου τριγύρα μου, ὅπου, χρόνια,
γιὰ τὴν Αἰωνιότη ἐχάλκευε τοὺς στοχασμούς του
καὶ τοὺς κρεμνοῦσε ὡς ἅρματα στῆς Ἔφεσος τὸ ναὸ
ὡς Σᾶς ἔκραζα σύντροφοι.






Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά..Στρατής Μυριβήλης










Στη γλυκιά Μαριάννα μας,
που μας ποτίζει ελπίδα και χαρά!!!!






Η ζωή εν τάφω
Η μυστική παπαρούνα

Στρατής Μυριβήλης

Το πόδι απόψε το νιώθω πολύ καλύτερα.


Μου 'ρχεται να σηκωθώ σιγά σιγά, να προχωρέσω μέσα στο σιωπηλό χαράκωμα. Είναι πολύ παράξενο το χαράκωμα με τόσο φως. Φέγγει σαν μέρα και όμως δεν έχει φόβο. Το φεγγαρόφωτο από μακριά, σα δεν αντιλαμπίζει σε γυαλιστερό μέταλλο, δεν ξεσκεπάζει τίποτε. Μπορώ το λοιπόν να περπατώ λεύτερα κάτω από τον αχνό πέπλο του που προστατεύει σαν ασημί σκοτάδι.

Για μια στιγμή πάλι μου περνά η ιδέα πως ετούτη η μοναξιά είναι αληθινή. Πως τάχα σηκώθηκαν όλοι και φύγανε και μ' άφησαν μονάχον, ολομόναχον εδώ πάνω. Τότες μια κρυάδα περνά, λεπίδι, την καρδιά μου. Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι ας ήτανε μόνο οχτροί.

Προχώρεσα ως την άκρη του χαρακώματος του λόχου μας. Ως την έβγαση των συρματοπλεγμάτων. Εκεί είναι μια μυστική πόρτα που σφαλνά μ' ένα αδράχτι οπλισμένο με αγκαθωτά τέλια. Επειδή το μέρος είναι ένα νταμάρι όλο πέτρα και δε σκάβεται, σήκωσαν ένα προκάλυμμα με γεώσακους. Έτσι λένε κάτι σακιά γεμάτα με χώμα που μ' αυτά οχυρώνουν τα πετρώδικα χαρακώματα. Τα τσουβάλια αυτά κείτουντ' εδώ χρόνον - καιρό έτσι. Θα φάγαν υγρασίες, βροχάδες, χιόνια και ήλιους. Ήρθαν και σάπισαν από νερά, ο ήλιος τα τσουρούφλισε και τα 'καψε. Τραβώ το δάχτυλό μου πάνω τους. Λιώνει η λινάτσα. Σαν τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα. Είναι τσουβαλάκια φουσκωμένα κάργα, όπως τα πρωτογέμισαν. Αλλά πάλι κρεμάζουν σαχλά, μισοαδειανά. Κάτου από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρισμένα κι άλλα ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ' άλλο.

Από δω το θέαμα θα 'ναι πιο όμορφο. Τώρα το κρυμμένο ποτάμι ακούγεται καλύτερα όπως φωνάζει μακριά, μες από τη βαθιά κοίτη του. Θέλω να βγάλω το κεφάλι ψηλά από το προπέτασμα, να ιδώ πέρα. Αν μπορούσα μάλιστα θα καβαλίκευα το χαράκωμα. Ακουμπώ το μπαστούνι στο τοίχωμα, σηκώνουμαι στη μύτη της αρβύλας του γερού μου ποδιού και γαντζώνω τα δάχτυλα στους γεώσακους που 'ναι πάνω - πάνω. Ένας απ' αυτούς λιώνει με μιας κι αδειάζει τον άμμο του πάνω μου. Λοιπόν τότες έγινε μιαν αποκάλυψη! Μόλις ξεφούσκωσε αυτό το σακί, χαμήλωσε η καμπούρα του και ξεσκέπασε στα μάτια μου μια μικρήν ευτυχία. Αχ, μου 'καμε τόσο καλό στην ψυχή, λίγο ακόμα και θα πατούσα μια τσιριξιά χαρά.

Ήταν ένα λουλούδι εκεί! Συλλογίσου. Ένα λουλούδι είχε φυτρώσει εκεί μέσα στους σαπρακιασμένους γεώσακους. Και μου φανερώθηκε έτσι ξαφνικά τούτη τη νύχτα που 'ναι γιομάτη θάματα. Απόμεινα να το βλέπω σχεδόν τρομαγμένος. Τ' άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο. Είναι μια παπαρούνα. Μια τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.

Αν μπορούσε να τη χαρεί κανένας μέσα στο φως του ήλιου, θα 'βλεπε πως ήταν άλικη, μ' έναν μαύρο σταυρό στην καρδιά, με μια τούφα μαβιές βλεφαρίδες στη μέση. Είναι καλοθρεμμένο λουλούδι, γεμάτο χαρά, χρώματα και γεροσύνη. Το τσουνί του είναι ντούρο και χνουδάτο. Έχει κι ένα κόμπο που δεν άνοιξε ακόμα. Κάθεται κλεισμένος σφιχτά μέσα στην πράσινη φασκιά του και περιμένει την ώρα του. Μα δεν θ' αργήσει ν' ανοίξει κι αυτός. Και θα 'ναι δυο λουλούδια τότες! Δυο λουλούδια μέσα στο περιβόλι του Θανάτου. Αιστάνουμαι συγκινημένος ξαφνικά ως τα κατάβαθα της ψυχής.

Ακουμπώ πάνω στο προπέτασμα σαν να κουράστηκα ξαφνικά πολύ.

Από μέσα μου αναβρύζουν δάκρυα απολυτρωτικά. Στέκουμαι έτσι πολλήν ώρα, με το κεφάλι όλο χώματα, ακουμπισμένο στα σαπισμένα σακιά. Με δυο δάχτυλα λαφριά, προσεχτικά, αγγίζω την παπαρούνα. Ξαφνικά με γεμίζει μια έγνοια, μια ζωηρή ανησυχία πως κάτι μπορεί να πάθει τούτο το λουλούδι, που μ' αυτό μου αποκαλύφθηκε απόψε ο Θεός. Παίρνω τότες στη ράχη ένα γερό τσουβάλι (δαγκάνω τα χείλια από την ξαφνική σουβλιά του ποδιού), και τ' ακουμπώ με προφύλαξη μπροστά στο λουλούδι. Έτσι λέω θα 'ναι πάλι κρυμμένο για όλους τους άλλους. Χαμογελώ πονηρά. Κατόπι σηκώνουμαι ξανά στα νύχια κι απλώνω το μπράτσο έξω. Ναι. Το άγγισα λοιπόν πάλι! Τρεμουλιάζω από ευτυχία. Νιώθω τα τρυφερά πέταλα στις ρώγες των δαχτύλων. Είναι μια ανεπάντεχη χαρά της αφής. Μέσα στο χέρι μου μυρμιδίζει μια γλυκιά ανατριχίλα. Ανεβαίνει ως τη ράχη. Είναι σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης γυναίκας. Φίλησα τις ρώγες των δαχτύλων μου. Είπα σιγά σιγά:

- Καληνύχτα… καληνύχτα και να 'σαι βλογημένη.

Γύρισα γρήγορα στ' αμπρί. Ας μπορούσα να κάμω μια μεγάλη φωταψία… Να κρεμάσω παντού σημαίες και στεφάνια! Άναψα στο λυχνάρι τέσσερα φιτίλια και τώρα πασχίζω να τη χωρέσω εδώ μέσα, μέσα σε μια τόσο μικρή γούβα, μια τόσο μεγάλη χαρά. Η ψυχή μου χορεύει σαν μεγάλη πεταλούδα. Χαμογελώ ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τραγουδάει μέσα μου. Τ' αφουγκράζομαι. Είναι ένα παιδιάτικο τραγούδι:

Φεγγαράκι μου λαμπρό….








Ο λόφος με τις παπαρούνες

Είναι και μια μέρα χαρούμενη μέσα στις άσκημες μέρες της πορείας. Μια μέρα γαλάζια και κόκκινη, με ανοιξιάτικο ουρανό, γεμάτη μαβιά μάτια, κόκκινα αγριολούλουδα και αργά μελαγχολικά τραγούδια.
Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα ρούσικο σύνταγμα, που τραβούσε κι αυτό για το μέτωπο. Εκεί μας σταματήσανε κι εμάς. Είχε νερό μπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαμε πυραμίδες τα όπλα και φάγαμε κοντά τους. Μας σίμωσαν κάτι μεγαλόσωμα παλικάρια με τριανταφυλλιά μάγουλα, με χοντρές μπότες και μπλούζες παιδιάτικες δίχως κουμπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν κεραμίδι στενούτσικο.

- Γκιρτς;
- Γκιρτς.
- Κριστιάν;
- Κριστιάν.
- Ορτοντόξ;
- Ορτοντόξ.

Μας δεχτήκανε με χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και μεις γελούσαμε, μας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα μεγάλα τους χέρια μας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και μας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σεντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεμασμένα με αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε με τον ορθόδοξο τρόπο.

- Κριστιάν! Κριστιάν!

Φάγαμε μαζί, κουβεντιάσαμε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρι ο ένας απ’ τη γλώσσα τ’ αλλουνού. Όμως συνεννοηθήκαμε περίφημα. Η αγάπη κι η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα.
Βρήκα κι ένα νεότατον αξιωματικό, λεπτοκαμωμένο σαν κορίτσι, με μεγάλα γυαλιά και γελαζούμενα χείλη, που θυμόταν απ’ το σκολειό του μερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά σαν του καλαμποκιού, είχε κι ένα χρυσό μουστακάκι.

- Ημείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώμεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν!

Πήρε ύφος και μου απάγγειλε κάτι αλαμπουρνέζικα, που, όπως με βεβαίωσε ήταν Όμηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάμανε μια μεγάλη χορωδία και μας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Καμπόσοι τα κομπανιάριζαν με κάτι μακριές μπαλαλάικες που τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά με το ντουφέκι τους. Δεν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, μα σίγουρα θα μιλούσαν για ένα δάσος χιονισμένο, για ένα χωριό χιονισμένο, που οι μπουχαρίδες των καλυβιών του θυμιάζουνε γαλάζιον καπνό μέσα στον παγωμένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες με χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ’ τα κλειστά τους τζάμια, με το λευκό κούτελο ακουμπισμένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά με το δάχτυλό τ’ αχνισμένο τζάμι και βλέπουνε στα χαμένα, μακριά, μακριά, το ρούσικο κάμπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέμελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα μονοπάτι χαραγμένο στο χιόνι από τα έλκηθρα. Ένα μονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε μακριά, μακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέμελα. Ίσως και πέρα απ’ τη ζωή. Οι μορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα μάτια βούρκωναν. Σαν τέλειωσαν το τραγούδι μείναμε πολλήν ώρα ακίνητοι μαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της μουσικής, που ενώνει τις καρδιές, γιατ’ είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη.
Σαν κάμαμε τις τετράδες για να φύγουμε, οι ρούσοι βάλανε παπαρούνες μέσα στις μπούκες των τουφεκιών μας. Ήτανε σα μια παράξενη λιτανεία με ατσαλένιες λαμπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούμενη φλόγα.

- Αντίο! Αντίο!

Ο πολύ νέος αξιωματικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος μέσα στο φως.

- Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!

Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο “Η ζωή εν τάφω” του Στράτη Μυριβήλη.









Amapola

De amor en los hierros de tu reja
de amor escuché la triste queja
de amor escuché a mi corazòn
diciéndote asì esta dulce canciòn:
Amapola lindìsima Amapola
serà siempre mi alma tuya sola.
Yo te quiero amada niña mìa
igual que ama la flor la luz del dìa.
Amapola lindìsima Amapola
no seas tan ingrata y àmame,
Amapola, Amapola
còmo puedes tù vivir tan sola.
Amapola lindìsima Amapola
no seas tan ingrata y àmame,
Amapola, Amapola
còmo puedes tù vivir tan sola








Todo ha florecido en
estos campos, manzanos,
azules titubeantes, malezas amarillas,
y entre la hierba verde viven las amapolas.
El cielo inextinguible, el aire nuevo
de cada día, el tácito fulgor,
regalo de una extensa primavera.
Pablo Neruda

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει..Σολωμός




«Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι»

1.-Ο ΟΡΚΟΣ:
ΛΟΓΟΣ - ΕΡΓΟ - ΝΟΗΜΑ!

2.-[Η ΥΛΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ]
Κάμε ώστε ο μικρός Κύκλος, μέσα εις τον οποίο κινιέται η πολιορκημένη πόλη, να ξεσκεπάζει εις την ατμοσφαίρα του τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ελλάδας, για την υλική θέση, οπού αξίζει τόσο για εκείνους οπού θέλουν να τη βαστάξουν, όσο για εκείνους οπού θέλουν να την αρπάξουν, και, για την ηθική θέση, τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος.
Τοιουτοτρόπως η υπόθεση δένεται με το παγκόσμιο σύστημα. -Ιδές τον Προμηθέα και εν γένει τα συγγράμματα του Αισχύλου.- Ας φανεί καθαρά η μικρότης του τόπου και ο σιδερένιος και ασύντριφτος κύκλος οπού την έχει κλεισμένη.
Τοιουτοτρόπως από τη μικρότητα του τόπου, ο οποίος παλεύει με μεγάλες ενάντιες δύναμες, θέλει έβγουν οι Μεγάλες Ουσίες.


3.-ΑΚΡΑ -ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ- ΣΙΩΠΗ
Ἄκρα τοῦ τάφου σιωπὴ στὸν κάμπο βασιλεύει·
Λαλεῖ πουλί, παίρνει σπειρί, κ᾿ ἡ μάνα τὸ ζηλεύει.
Τὰ μάτια ἡ πείνα ἐμαύρισε· στὰ μάτια ἡ μάνα μνέει·
Στέκει ὁ Σουλιώτης ὁ καλὸς παράμερα, καὶ κλαίει:
«Ἔρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ᾿ ἔχω ῾γὼ στὸ χέρι;
Ὁποῦ σὺ μοὔγινες βαρὺ κι ὁ Ἀγαρηνὸς τὸ ξέρει.»

ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΡΓΟ: "ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ"
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΦΩΝΗΣΗ: ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ & ΧΟΡΩΔΙΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΗΛΙΑΣ ΚΛΩΝΑΡΙΔΗΣ - ΝΙΚΟΣ ΞΥΛΟΥΡΗΣ- ΧΟΡΩΔΙΑ

Αποκλειστικές εικόνες από τον Κήπο τών Ηρώων και τον κάμπο τού Μεσολογγίου.

Το Μεσολόγγι ανακηρύχθηκε ιερή πόλη με διάταγμα του πρώτου Κυβερνήτη τής Ελεύθερης Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.
Στην είσοδο τής πόλης -ακόμα και σήμερα- μπορεί κανείς να δεί γραμμένο το εξής: ΚΑΘΕ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΗΜΟΤΗΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, υπό την έννοια ότι μετέχει στο ηρωικό πνεύμα εκείνων που μετέτρεψαν μια απλή πόλη σε σύμβολο ενός ολόκληρου Αγώνα.

Βιντεο-δημιουργία:ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ






"Οι γυναίκες απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ' αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείσει, αλλά μία άλλη της είπε:
«Όχι, παιδί μου, άφησε να μπει η μυρωδιά από τα φαγητά, είναι χρεία να συνηθίσουμε.
Mεγάλο πράμα η υπομονή!
Eμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Aπ' όσα δίν' η θάλασσα, απ' όσ' η γη, ο αέρας.»

Kι' έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι' εγιόμισε το δωμάτιο.
Kαι η πρώτη είπε: «Kαι το αεράκι μάς πολεμάει;»
Mία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της κι άφ'σε το χέρι του παιδιού κι' εσώπασε λιγάκι και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.

Kαι άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθεί καθεμία τ' όνειρό της κι όλες εφώναξαν μαζί κι είπαν πως είδαν ένα κι ότι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους.

Kαι μία είπε:
«Mου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα κι' ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου κι έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας».

Kαι μία δεύτερη είπε:
«Eγώ 'δα δάφνες κι εγώ φως... κι' εγώ σ' φωτιά μιαν όμορφη π' αστράφταν τα μαλλιά της».

Kαι αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πού 'χε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε:
«Iδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ' άλλα έργα».
Kαι όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι' ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της που 'χε ξεψυχήσει.

Iδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά αυτές είναι μεγαλόψυχες κι ας λένε ότι μαθαίνουν από μας δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Eμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ' αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα."

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, "ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ".
ΑΦΗΓΗΣΗ: ΕΙΡΗΝΗ ΠΑΠΠΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Γ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ:"ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ".

Βιντεο-δημιουργία:ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ












«Tο χάραμα επήρα
Tου Ήλιου το δρόμο,
Kρεμώντας τη λύρα
Tη δίκαιη στον ώμο,
Kι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,

Tα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»