Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

...τώρα μαθαίνω το αίμα μου δίχως τους δροσερούς υάκινθους τώρα σε βλέπω δρόμε του καλoύ σαν ειδοποίηση με κρίνους..Μιχάλης Κατσαρός



Στην Εύα μου με αγάπη...


Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα
Αδιάφορος
Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω.


Πέντε Ποιήματα μέσ' το Σκοτάδι

Εικόνα

Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ' στα μάτια του
κ' η λάμψη απ' τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Mην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Mην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.




ΕΡΗΜΟΣ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ


Διαβαίνω αγιάτρευτος μεσ' στ' όνειρό μου
σε δίχτυ μόνος της πρώτης σιωπής
έδειξα τα πτηνά διχάζεται ο δρόμος
η αλήθεια φαρδαίνει πάντα την ορμή.
Κ' η μοίρα των άστρων
θα είναι τέφρα θα είναι μια μεγάλη πυρική
τώρα μαθαίνω το αίμα μου
δίχως τους δροσερούς υάκινθους
τώρα σε βλέπω δρόμε του καλoύ σαν ειδοποίηση
με κρίνους
έχοντας το σακούλι τ' αναστεναγμού
κι όλο πηγαίνω
πηγαίνω
στις
πηγές.



Ο ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΑΓΝΟΗΜΑΤΩΝ


Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται.
Η συμφορά με γήινο χρώμα
τυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι.


ΒΑΘΜΙΔΕΣ


1.
Ήτανε όλο το πρωϊ σημαιοστολισμένο
και τραγουδούσα.
Ολοένα έρχονται πια
σαν απο ανώτατο δικαστήριο
φωνές.
Ψάχνω μάταια να βρώ την αίθουσα
πρέπει να μιλήσω σε τόσους
φίλους με τα αιώνια τώρα μάτια.
Κινείται ο δρόμος προς το μεσημέρι.

2.
Αν είδατε τη μοναξιά ποτέ πίσω απ' το τζάμι
να σας απειλεί
μ' ένα μαχαίρι σιωπή
που αργά θα σχίσει το δικό σας στήθος
όπως φάντασμα την πόρτα περνά
με γελαστά τα εξογκωμένα μήλα
και να στέκει-
θα με αγαπήσετε, είναι γυμνό
σαρώθηκε αυτό το μεσημέρι.

3.
Όλα κοστίζουν ένα παίξιμο.
Πάρε μαζί σου τον έρωτα κ' εκείνα τα όνειρα
έλα στην κάτω γειτονιά και πές: Κορόνα γράμματα
εκεί που χάνεται η ψυχή να βυθιστείς.
Θέλω ν' ακούσεις το μεγάλο μυστικό
για πάντα πέφτει ο καρπός απ' το δέντρο.
Εντούτοις εκεί που χάνεται ο δρόμος
να τραβήξεις.
Ό,τι να σε καλέσει
δεν είναι για επιστροφή
τα δάκρυα κι ο πόνος κοφτερός
είναι μέσ' στο παιχνίδι.
Όποιες φωνές ακούσεις μη σε παρασύρουν
σφάξε τη μια ομορφιά να πιεί το αίμα η άλλη.
Κορόνα γράμματα να παίξεις
τις ώρες και τα χρόνια
μόνος με τον έρημο αντίπαλο.




ΕΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ


Βαθύτερο απ' την αγάπη και την ταραχή
που φέρνει μεσ' στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο εν' άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα...
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.

ΝΕΟΤΕΡΟΣ

[...] Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν έχει δεύτερη ζωή ν' αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.
Σύντροφε ουρανέ
άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια
κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ' όνειρο
πάει κ' η αγάπη
χάνεται
σαν το νερό στην πέτρα.
Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ' ασημένια φύλλα;
Μέσ' στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.



Κατά Σαδδουκαίων

Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απ’ τη φατρία των Εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ‘χουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντι σας ένας μάρτυρας
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου –
η θέληση μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογα τους απ’ τον κάμπο μου•

δε μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους υπάτους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια και ένδοξα
τη θέληση μου που την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύκτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στέφανους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι
του Αυτοκράτορος
‘τοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν
να παραδώσουν τα κλειδιά και την
υπόκλιση τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέληση μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.




Όταν…

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.

Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.

Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.

Πάλι σας δίνω όραμα.



Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν
από ετών
ποιητής το επάγγελμα στίχων
κι' ακόμα ποιητής
ωδών και τραγουδιών.
Ας πω και για μένα
όπως ρήτωρ για την Μαρία
από άμβωνα κρητικόν.
Όχι ποιος είμαι και τι ζητώ
αλλά τι κάνω μία μέρα.

Πιστέψατέ με ξυπνώ
σε σεντόνια όπου τα υφαίναν
ειδικώς για ηδονή
και πλένω το πρόσωπό μου.

Μετά περπατώ σε αλλέες
πάρκα δρόμους καφετηρίες
μετά μπαίνω σε τρόλεϋ
λεωφορεία τραίνα και
εστιατόρια
θαυμάζω κότες ψητές
ίστερ λαμ
πομ ντε τερ
βόδια
αρνιά
αρακά
κατάλογοι μαγειρείων ρεστωράν
και γράφω:
0 + 0 = 0.
Πιστέψατέ με γράφω ποιήματα
όπως αυτό το βιβλίο και το άλλο
και πάω στο σινεμά
βλέπω το έργο
βλέπω το γήπεδο
βλέπω τη σκηνή θεάτρου.

Το βράδυ πάντα γράφω επιστολές
σε φίλους εραστές και γυναίκες
με χρυσά φύλλα συκής ντροπής
και αργά τα μεσάνυκτα κοιμάμαι
τέλειωσε η ημέρα έζησα και
διηγούμαι
σαν ποιητής και γω για μένα.

Τι να προσθέσω, ότι όλη η μέρα
είχε από μένα κατέβει
ότι ο ήλιος έλαμπε και ότι
έζησα σαν Ντενίσοβιτς μια μέρα;

Αν είναι περίεργη τότε
φορέστε μια κάπα
και όλοι, ας κατεβείτε επιτέλους
να ζήσετε πάλι
αυτή τη δική μου μέρα

Κατσαρός λέγομαι
Πιστέψτέ με, δεν θα με συναντήσετε.




Γενήθηκε το 1920 στην Κυπαρισσία Μεσηνίας και 16 χρονών μπήκε πρότακτος στην αεροπορία, όπου τον βρήκε ο πόλεμος. Στην Κατοχή προσχώρησε στην αντίσταση, και μάλιστα σε διαδήλωση στην Αθήνα θεάθηκε με ταινία στο στήθος που έγραφε "αεροπορία του ΕΛΑΣ".
Συμμετείχε στα Δεκεμβριανά και είναι γνωστό το επεισόδιο γνωριμίας του με έναν άλλο -τότε- Ελασίτη:
Ο Κατσαρός ήταν στά χαρακώματα όρθιος κι αγνάντευε, φορώντας μια μπέρτα ιταλική, λάφυρο του Αλβανικού. Ενας άλλος που έκανε έρπειν για να δή που πάνε τα Εγγλέζικα τάνκς τον βλέπει και του φωνάζει:
-Τί κάνεις εκεί,συναγωνιστή, θα μας σκοτώσουν.Ο Κατσαρός τον κυτάει υπεροπτικά:
-Μπά! Και ποιός είσαι εσύ συναγωνιστή;
-Μίκης Θεοδωράκης, διοικητής ΕΛΑΣ νέας Σμύρνης. Κι εσύ;
-Μιχάλης Κατσαρός, ποιητής.

Ήταν ιδιόρυθμος τύπος.Μετά τηνεπελευθέρωση δούλεψε -πριν τον πετάξουν έξω (με βία, με σπρωξίματα και κλωτσιές)από το γραφείο του ως αριστερό-στο Ραδιοφωνικό σταθμό ενόπλων δυνάμεων. Μνημειώδη ήταν τα σαρδαμ-φάρσες που έκανε όταν εκφωνούσε ειδήσεις.

Σε μια περιοδεία της Φρειδερίκης σε έκθεση είχε πεί:
-Η βασσίλισσα Φρειδερίκη συνεχίζει την περίοδόν της στις αίθουσες της εκθέσεως.

Στην αρχή τα ποιήματά του κέρδισαν τον έπαινο των αριστερών.
Μέχρι που εξέδοσε το " Κατά Σαδδουκαίων".
Ήταν από τους πρώτους που κατάλαβαν τις σταλινικές διαστρεβλώσεις της αριστεράς και με ποιητικό τρόπο κατέθεσε τις προσωπικές του απόψεις του μέσα στη τις συλλογή αυτή.
Αυτό ήτανε. Η κομματική ιεραρχία τον έθαψε 20 χρόνια. Και βρέθηκε κυνηγημένος και από το κράτος και απομονωμένος από την αριστερά.

Ο κόσμος των ανένταχτων αριστερών και των αυτόνομων τον ξανα-ανακάλυψε στο τέλος της Δικτατορίας και τον αγάπησε καν έναν προφήτη- επαναστάτη- ποιητή που έδινε στους απογοητευμένους από το χάλι του Σταλινισμού, ελπίδα.
Πέθανε το 1998 21 Νοεμβρίου
Lugano




Είναι διαφορετικό πράγμα να γράφεις στο σαλόνι του σπιτιού σου κουβαλώντας τα φλιτζάνια του καφέ, την μπορντό εσάρπα ή μυρίζοντας το γαλλικό εσάνς στα νυχτικά της αγαπημένης σου και με τη συνοδεία κλασικής μουσικής,…και διαφορετικό πράγμα να γράφεις στο αντίσκηνο της εξορίας κουβαλώντας πέτρα από την μία κορυφή στην άλλη και τα τετζερέδια του συσσιτίου ή τα βουρκωμένα γράμματα της αγαπημένης σου βαθιά στη βρώμικη τσέπη σου με τη συνοδεία στρατιωτικών παραγγελμάτων και φορές φορές της ακατάπαυτης βροχής..
Ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν ένας ποιητής που διώχθηκε για τις ιδέες του. Και από το κράτος της Δεξιάς και από τους μηχανισμούς της Αριστεράς.
Ήταν κατά βάση αντιεξουσιαστής!!

ο Μιχάλης Κατσαρός ήταν ένας ποιητής που διώχθηκε για τις ιδέες του. Και από το κράτος της Δεξιάς και από τους μηχανισμούς της Αριστεράς.
Ήταν κατά βάση αντιεξουσιαστής!!
Κουγιουμτσιάδης Βασίλης




Πολύ μεγάλη προσωπικότητα ήταν ο κυρ- Μιχάλης Κατσαρός (φωτογραφία- αρχείο Τυπολόγου) όχι μόνο σαν ποιητής, αλλά και σαν μεγάλος σε αξία άνθρωπος. Γνώρισα τον ποιητή του «Αντισταθείτε» το 1992 ύστερα από ένα παιχνίδι της μοίρας.

Ο κυρ- Μιχάλης τότε «έβγαζε» μία εφημερίδα, όπου διατύπωνε τις απόψεις του για ζητήματα της καθημερινότητας και παρουσίαζε τα ποιήματά του. Στην εφημερίδα, την οποία βρήκα τυχαία στο Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης και σε αυτή είχε δημοσιεύσει ο ίδιος και τη διεύθυνσή του.

Σαν νέος λογοτέχνης του έστειλα την πρώτη μου ποιητική συλλογή με την παράκληση για να μου γράψει, εφόσον μπορεί, τη γνώμη του. Πέρασαν δύο μήνες , όποτε ένα βράδυ «χτύπησε» το τηλέφωνο στο πατρικό μου σπίτι. Σήκωσα το ακουστικό κι άκουσα μία γέρικη φωνή να με ζητάει.

«Εγώ είμαι», απάντησα και από την άλλη μεριά της τηλεφωνικής γραμμής η γέρικη φωνή αποκρίθηκε: « Είμαι ο Μιχάλης Κατσαρός. Διάβασα το βιβλίο σας και πρέπει να σας δω οπωσδήποτε». Ύστερα ο Κυρ- Μιχάλης απάγγειλε μερικούς από τους στίχους μου.

Την επόμενη ημέρα βρισκόμουν στην Αθήνα και βρεθήκαμε με τον μεγάλο ποιητή στο ιστορικό καφέ «Ζόναρς». Από τότε και μέχρι τον θάνατο του κυρ- Μιχάλη βρισκόμασταν τακτικά οι δύο μας στην Αθήνα.

Ο δημιουργός του «Αντισταθείτε» μου έμαθε πάρα πολλά πράγματα για την ζωή, τη φιλοσοφία, το νόημα της ποίησης και για τα βήματα, που πρέπει να ακολουθήσει ένας πνευματικός άνθρωπος στη ζωή του.

Πάντοτε ο ίδιος μιλούσε σημειολογικά στις συζητήσεις μας και γι’ αυτό το λόγο ήταν πραγματική «απόλαυση» κάθε κουβέντα μαζί του. «Κάποτε θα ανακαλύψεις τον μικρό θεό που έχεις μέσα σου», μου έλεγε.

Τότε δεν καταλάβαινα τι μου έλεγε, αλλά τώρα 13 χρόνια μετά αρχίζω πλέον να συνειδητοποιώ τι ήθελε να μου πει. Συνέχεια στις συζητήσεις παρουσίαζε παραδείγματα για το πώς σκεφτόταν ο ίδιος για τη ζωή.

«Παρουσίασαν ένα έργο μου στο Μέγαρο Μουσικής και μου χρωστούν χρήματα. Δεν πειράζει. Θα πάω κάποτε να τα πάρω» ανέφερε σε μία από τις κουβέντες μας. Τον ρώτησα γιατί δεν πήγαινε, να πάρει τα χρήματα. Δεν μου απάντησε.

Αργότερα κατάλαβα πως με τα συγκεκριμένα λόγια ήθελε να μου δείξει ότι τα χρήματα στη τέχνη μπορεί να μην έρθουν ποτέ, αλλά πάντοτε ο κάθε σκεπτόμενος δημιουργός πρέπει να δημιουργεί και να παρουσιάζει την δουλειά του, όπως κρίνει αυτός σκόπιμο.

Το γεγονός, που ίσως δεν ξέρουν πολλοί είναι πως ο Μιχάλης Κατσαρός είχε καταπιαστεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του με το μεγάλο πάθος της μουσικής. Ήθελε να συνθέσει μουσική και γι’ αυτό το λόγο είχε «αγοράσει» κι ένα αρμόνιο.

Ξέρω πως κάτι μεγάλο ονειρευόταν να δημιουργήσει και σε αυτό τον τομέα, αλλά δεν πρόλαβε. Το δυστύχημα είναι πως μετά τον θάνατο του κυρ- Μιχάλη η Ελληνική πολιτεία φαίνεται να έχει ξεχάσει το έργο του.

Ίσως, σε κάποιους γραφειοκράτες και πολιτικούς τα ποιητικά έργα «Κατά Σαδδουκαίων» και «Γραμμή Μαζινό» να μην αρέσουν γιατί τους θυμίζουν πως θα πρέπει να φτιάξουν ένα Οίκο ακόμα πιο λευκό από το Λευκό Οίκο, όπως κάποτε ο ίδιος είχε προτρέψει με επιστολή του τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να κάνει.

Η αίσθηση μου λέει πως ο κυρ- Μιχάλης ήξερε πάρα πολλά πράγματα. Γνώριζε βαθιές και ουσιαστικές αλήθειες της ζωής και της ύπαρξής μας, από τις οποίες πρόλαβε να μου μεταδώσει όσα «πρόφτασε» ο ίδιος. Από τότε, κατάλαβα πως το νόημα της δημιουργίας περιλαμβάνει μηνύματα, τα οποία μόνο λίγοι άνθρωποι μπορούν να συνειδητοποιήσουν.

Αυτό το δρόμο ακολουθώ και σήμερα γιατί ο Μιχάλης Κατσαρός μου έδειξε πως τα όνειρα μπορούν να «βγούν» αληθινά.

Τη προσωπογραφία αυτή έγραψε ο Νίκος Μόσχοβος το Σάββατο 2 Ιουλίου 2005 για τον «Τυπολόγο».





Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.

Αντισταθείτε σ' αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός .

Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πoλυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε
σ' αυτόν που χαιρετάει απ' την εξέδρα ώρες
ατέλειωτες τις παρελάσεις
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.

Αντισταθείτε πάλι σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ' όλα τ' ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ' όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό
αρχηγό τους.

Αντισταθείτε στις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ' όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.

Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.





Μην αμελήσετε.

Πάρτε μαζί σας νερό.

Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία.


Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι". Παντρεύτηκε τη ζωγράφο Κούλα Μαραγκοπούλου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές "Μεσολόγγι", 1949, "Κατά Σαδδουκαίων", 1953, "Οροπέδιο", 1956, "Σύγγραμμα", 1975, "Πρόβα και ωδές", 1975, "Ενδύματα", 1977, "Αλφαβητάριο - ποιήματα Α-Ω", 1978, "Ονόματα", 1980, "3Μ+3Μ=6Μ", 1981, "4 μαζινό", 1982, "Μείον ωά", 1985, "Ο πατέρας του ποιητή", 1987, "Κορέκτ, φόβος του ποιητή", 1996, "Εννέα το επτά", 1997, τα δοκίμια "Πας-Λακίς Michelet", 1973, "Σύγχρονες μπροσούρες", 1977-78, "Αυτοκρατορική πραγματικότητα", 1995, "Το κράτος εργοδότης", 1996, και το μυθιστόρημα "Οι συλλέκται της Μονόχρα", 1980. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες και μελοποιήθηκαν από τους Μ. Θεοδωράκη, Γ. Μαρκόπουλο και Α. Κουνάδη. Το "Κατά Σαδδουκαίων" παρουσιάστηκε μελοποιημένο από γερμανό συνθέτη στο "Κουήν Ελίζαμπεθ Χωλ", στο Σάουθ Μπανκ του Λονδίνου (ο αγγλικός τύπος τον παρέβαλε με τους ποιητές Μπρεχτ, Χο Τσι Μινχ και Παντίλα). Πέθανε στην Αθήνα.















Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα
Αδιάφορος

Δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω...





Την εικόνα σου σεβάστηκα,
στη φλόγα δεν εκράτησα.
Την εικόνα την καλή
θα σου φέρω μιαν αυγή.

Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.
Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.

Την εικόνα σου σεβάστηκα
και κράτησα,
και τα χέρια μου θα ενώσω
πριν στη ζητιανιά τη δώσω.

Χρώματα, χρώματα,
χρώματα κι αρώματα.
Χρώματα, χρώματα,
άσε τα καμώματα.






Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους γνωρίσεις πάλι
σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν
με περηφάνια πιο μεγάλη

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς
θα τους μισήσεις πάλι
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ'άστρα
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι

Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω










Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.
Και μια νύχτα που φυσούσε και ζητούσε και ζητούσε
παλικάρι και παιδί που έφυγε μες τη βροχή.

Πούθε πήγε το παιδί Θαλασσινή, πού 'χει πάει το πουλί;
Ο αϊτός, το χελιδόνι και μας λιώνανε οι πόνοι.
Στις καλύβες καίει-καίει το γιαλό καίει την άμμο,
καίει το νερό.
Παλικάρι πια δεν βρίσκει τ' όνειρό της να μεθύσει.

Στις καλύβες μια φορά ζούσε η Θαλασσινιά.
Ζούσε κάτω στο γιαλό και λουζόταν στο νερό.







...
έναν μονάχα δε θα βρεις
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάει
"η ψυχή μου"...

14 σχόλια:

mareld είπε...

"Μην αμελήσετε.
Πάρτε μαζί σας νερό.
Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία"

Roadartist είπε...

....Λόγια προφητικά..

Τι σπουδαίοι που είναι οι ποιητές!

Καλή Κυριακή!..

mareld είπε...

Σπουδαίοι..
και η παρηγοριά μας..
η δύναμή μας..
η τρυφερή μας συντροφιά!!!
Φιλιά γλυκιά μου!!!

marianaonice είπε...

Μια συμφορά τυλίγεται στο δέντρο.
Όλοι οι αδικούμενοι δέντρα είναι
αν το προτίμησαν αυτό, μονάχα ν' αδικούνται.
Η συμφορά με γήινο χρώμα
τυλίγεται στο δέντρο.
Ω δύναμη της ζωής
λιώσε της συμφοράς το κεφάλι...

Όπως πάντα ξεχείλισες ποιητική ομορφιά και στίχους πύρινους που εσύ ξέρεις να επιλέγεις από μοναδικούς τεχνίτες του έμμετρου και πεζού λόγου!!!
Νάσαι πάντα καλά και όταν εσύ γράφεις και μιλάς, το νερό ρέει άφθονο γι' αυτούς που σε @συναντούν και δεν φοβούνται την ξηρασία...

LIA είπε...

"Αισθάνομαι μόνος
αφού δεν έχει δεύτερη ζωή ν' αλλάξουμε
και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο."

Τώρα που είσαι πάλι κοντά μας, η μοναξιά μικραίνει.
Τα χρώματα και τ' αρώματα του Ξυλούρη, γέμισαν την ψυχή μου.

Φιλάκια

Άστρια είπε...

Αγαπημένη η δροσοσταλίδα, το ξέρεις:)

Μοναδική αυτή η αφιέρωση για τον ποιητή!
Τόσα λόγια μαγικά και μουσική πώς χώρεσες σε μία δροσοσταλίδα;

Ξεχωριστή μου mareld, είχα περάσει πριν από λίγο από το άλλο σπιτικό σου, φιλάκια πολλά και μια μεγάλη αγκαλιά και από εδώ!

mareld είπε...

Μαριάνα μου!!!
Μία αρχαία Ελληνική παροιμία λέει ότι ο φίλος είναι αναγκαιότερος ακόμα και από τη φωτιά και το νερό (πυρός και ύδατος φίλος αναγκαιότερος)
Σας αισθάνομαι πολύ όμορφους και το χάδι που σας στέλνω δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από το δικό σας ψυχικό κόσμο!!!
Πολλά φιλιά!!!

mareld είπε...

Λία μου!!!
"Η φιλία είναι το τελειότερο από τα συναισθήματα του ανθρώπου, γιατί είναι το πιο καθάριο , το πιο λεύτερο και το πιο βαθύ"
Σε αγαπώ πολύ!!!!

mareld είπε...

Αστεράκι μου!!!
Για σένα με αγάπη,
νοασταλγία
και πολλά φιλάκια!!!

Πως άνθισες στην ερημιά
απρόσμενα λουλούδι,
μοναχικό στον άνεμο,
μοναχικό στο χρόνο.

Από τα σπλάχνα σου ζωή,
θαρρείς θα ξεπηδήσει,
κι ένα λιβάδι όνειρα,
θα σπείρει τ' άρωμά σου.

Όσο κι αν δείχνεις ταπεινό,
το βλέμμα μαγνητίζεις,
σημάδι σπάνιας ομορφιάς
στην απεραντοσύνη

Στέκεις μικρό κι αγέρωχο,
κατάματα στον ήλιο,
μοναδικής εκκίνησης,
οριακό σημείο.
Μιχάλης Πολίτης

Άστρια είπε...

... βούρκωσα λιγάκι, κατιτίς δηλαδή:)

Σε φιλω καλή μου φίλη
καληνύχτα:)

Μηθυμναίος είπε...

Γι' αυτό θα πρέπει να ακούμε προσεκτικά τους ποιητές, έχουν τον τρόπο τους (και τι όμορφα) να μας στέλνουν μηνύματα...
"Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία"...

Αλλά ποιος τους διαβάζει.

Καλημέρα Μαρινέττα της Θάλασσας!!!

ΤΕΜΑΧΙΣΤΗΣ είπε...

Πέρασα για μια γνωριμία ...
Καλημέρα ...
Ακούω την αφιερωμένη εκπομπή σου από τον ΕΠΙΚΟΥΡΟ ...
Πανέμορφη (η εκπομπή και συ)
Μα είναι η εποχή μας για ποίηση ή ΤΩΡΑ είναι εποχή για ποίηση(;)

mareld είπε...

ΣΤΑ ΒΡΑΧΙΑ

Εκεί σε αυτή τη θάλασσα
σε αυτά τα βράχια
στα πρανή της εναλλαγής
όπου τα χρώματα σε διαρκή κίνηση
νιώθει παρουσίες
αλλά δεν βλέπει πρόσωπα
Κι αυτός μικρός κι ασήμαντος
ως μέγας
βαδίζει το δρόμο
της φλύαρης νυχτερινής σιωπής
όπου γράφονται τα καλύτερα τραγούδια..
Δουατζής

Στο Στράτο μου με νοσταλγία!!!

mareld είπε...

Καλώς το φίλο που τεμαχίζει το κακό;;...μάλλον..πέρασα λίγο από τα λιμέρια σου..είσαι μάγκας φίλε..χαίρομαι που σε συναντώ!!!

Τώρα και πάντα είναι εποχή για ποίηση!!!

«Εάν πρέπει να ορίσω την ποίηση», λέει ο μεγάλος Αργεντινός συγγραφέας, Χόρχε Λουίς Μπόρχες «και νιώθω κάπως αμήχανα γι' αυτό, εάν δεν είμαι πολύ σίγουρος γι' αυτό, λέω κάτι όπως: "Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους". Αυτός ο ορισμός μπορεί να είναι αρκετά καλός για ένα λεξικό ή ένα εγχειρίδιο, αλλά όλοι νιώθουμε πως είναι κάπως αδύνατος. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο - κάτι που θα μπορούσε να μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε όχι μόνο προσπαθώντας να γράψουμε ποίηση, αλλά και να την ευχαριστιόμαστε, και να νιώθουμε ότι ξέρουμε τα πάντα γι' αυτήν. Αυτό είναι ότι ξ έ ρ ο υ μ ε τι είναι ποίηση. Το ξέρουμε τόσο καλά που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με άλλες λέξεις, όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τη γεύση του καφέ, το κόκκινο ή το κίτρινο χρώμα, ή την έννοια του θυμού, της αγάπης, του μίσους, της ανατολής, του ηλιοβασιλέματος, ή της αγάπης μας για την πατρίδα μας. Αυτά τα πράγματα είναι τόσο βαθιά μέσα μας, που μπορούν να εκφραστούν μόνο με εκείνα τα κοινά σύμβολα που μοιραζόμαστε. Ετσι, γιατί να χρειαστούμε άλλες λέξεις;»