Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου ο Άνεμος ο ακοίμιστος, Πουνέντες άντρας πονηρός κοιτάει τη μικρή κοιτάει κι ολόγλυκα της τραγουδάει







Ποίηση: Federico Garcia Lorca.
Ποιητική απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.
Μαρία Φαραντούρη, « ROMANCERO GITANO», 1967.
Άλλες ερμηνείες: Αρλέτα.


του ανέμου και της παινεμένης


Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη.

Ως τη θωρεί πετιέται πάνου
ο Άνεμος ο ακοίμιστος,
Πουνέντες άντρας πονηρός
κοιτάει τη μικρή κοιτάει
κι ολόγλυκα της τραγουδάει:

Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
το φουστανάκι σου να ειδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
και της κοιλίτσας σου ν ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό.

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
και τρέχει τρέχει η Παινεμένη,
ξοπίσω της ακολουθεί
Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα, σπάθα αστραφτερή.

Άχου το κύμα πώς χλωμιάζει
ο κάμπος άκου πώς στενάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
μέσα στο σκοτεινό αγέρα:

Τρέχα Παινεμένη τρέχα
κι όπου να ναι θα προφτάσει
ο Άνεμος και θα σ αρπάξει,
να τος χιμάει από ψηλά
γλείφεται γλώσσες τις εννιά.

Στο πρώτο σπίτι η Παινεμένη
χώνεται μέσα αλαφιασμένη
την αρωτάνε να τους πει
και κείνη λέει κι ανιστορεί.

Ενώ απ τη λύσσα του θερίο,
ο Άνεμος γυρνάει στο κρύο
παίρνει το σπίτι και το ζώνει
τα κεραμίδια του δαγκώνει.







la morte por el amor
χαμός από αγάπη

Τι είναι κείνο που φωτά, Μάνα, στα δώματα ψηλά;
-Κοιμήσου γιε μου κι είν' αργά σήμανε η ώρα έντεκα.
-Μάνα, στα μάτια μου για δες, λάμπουνε τέσσερις φωτιές.
-Δεν είναι τίποτα, έλα πια, είν' τα μπακίρια αστραφτερά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη.
Τη φυσαρμόνικα γλυκά παίζανε Σεραφείμ γλυκά.
Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη.

-Μάνα μου, ευθύς που ξεψυχήσω μηνύσετέ το στους ανθρώπους
σ' όλη τη γη, σ' όλους τους τόπους
κατά Βοριά κατά Νοτιά μαντάτα στείλετε πικρά.

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη.
Κι οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν κι όλα τα δάση αχολογούσαν
ψηλά δεν έβλεπες κανέναν κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.







Antonito El Camborio 1

Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς και στη Σεβίλλια πάει.

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά
στην όψη του είναι μελαμψός από του φεγγαριού το φως.

Κάποτε λίγο σταματά, κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει και να το χρυσαφώσει.

Εκεί στης ακροποταμιάς το μονοπάτι να, τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς χωροφυλάκοι και τον πιάνουν.

Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σέρνουν σε κελί μικρό
απέξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.







Antonito El Camborio 2

Ξάφνου στον ποταμό από πέρα φωνές ξεσκίσαν τον αγέρα.
Έμπηγε κάπρου δαγκωνιές μες στα ψηλά ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές και δελφινιού πηδήματα.

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν - ήταν έξι και δεν εμπόραε πια ν' αντέξει.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, φεγγαρομελαμψέ μου
κι ασπρογαρούφαλέ μου.

Αχ, Αντονίτο Ελ Καμπορίο, π' άξιζες μια βασίλισσα
μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο
τι τώρα θα πεθάνεις πια.

Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του στην άκρη εκεί του ποταμού
κι ανάγειρε την κεφαλή με τα σφιγμένα χείλη
και τότε πια καμμιά φωνή μόνο εφωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός ήρθε και τ' άναψε καντήλι.







η καλόγρια η τσιγγάνα

Βουνά και σύγνεφα μακριά σ' όλα τριγύρω σιγαλιά
τα λιόφυτα γαληνεμένα και τα σπιτάκια ασβεστωμένα.

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή
άχου, τι όμορφα κεντάει το χεράκι της πως πάει.

Βάνει πουλιά, βάνει δεντριά, βάνει και τ' άστρα τα χρυσά
βάνει στις τέσσερις τις κόχες τέσσερις αγριομολόχες.

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή
μα κάθε τόσο αναστενάζει και κάτι με το νου της βάζει.

Λίγο το χέρι σταματά μες στον αέρα και κοιτά
στα μάτια της π' ανοιγοκλειούν δυο καβαλάρηδες περνούν.

Κι ύστερα πάλι στο πανί ξεσπάει ή καλόγρια ή μικρή
τι ποτάμια, τι χορτάρια, τι λιοτρόπια, τι φεγγάρια
πλάσματα της αρεσιάς της, της ονειροφαντασιάς της.









η παντέρμη

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.

Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.

-Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;

-Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πε μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.

-Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

-Ποιός ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελλή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.

-Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ' το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.





4 σχόλια:

mareld είπε...

Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
χορεύει κι έρχεται με χάρη,
έρχεται μες στις ερημιές
από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη

Γλυκά φιλιά καλημέρας!

ΙΠΠΟΛΥΤΗ είπε...

TI KATAΠΛΗΚΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ...
ΕΙΚΟΝΑ, ΚΙΘΑΡΑ, ΦΩΝΗ...
Η ΠΑΙΝΕΜΕΝΗ...

ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ
ΣΑΝ ΝΑ ΗΜΟΥΝ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ...
ΜΑΓΕΜΕΝΗ...

ΙΠΠΟΛΥΤΗ είπε...

ΚΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΑΣ ΕΒΑΛΕΣ,
ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΕΦΤΑΝΑΝ ΟΛΑ Τ'ΑΛΛΑ,
ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΣ ΑΠΟΤΕΛΕΙΩΣΕΙΣ,
ΕΝΑ FLAMENGO...ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΛΑΒΡΑ...

ΣΟΥ ΣΤΕΛΝΩ ΚΙ ΕΓΩ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΑ ΦΙΛΙΑ

Unknown είπε...

Τα έχω τραγουδήσει αυτά τα τραγούδια στα νειάτα μου! Και μου τα έχουν τραγουδήσει!
'Αχ! τι υπέροχα τραγούδια!
'Ενα σεργιάνι στην Ισπανιά και στην Ισπανική, τσιγγάνικη, βασανισμένη ψυχή, σήμερα η αναρτηση σου!

Σε ευχαριστώ!!
Φιλάκια
Πόλυ