Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις
- μεθυσμένη
απ' τα μέλια - γύρω στην ψυχή μου
και όλο στροβιλίζεσαι
με τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.
Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι.
μια λέξη είμαι χωρίς ήχο,
αυτός που όλα τα 'χει χάσει και που όλα τα κατέχει.
Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος,
όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος.
Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια.
Πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.
Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί.
Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.
Τα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα.
Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ίσκιος
μιας πεταλούδας.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ.
Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγι
τους αδέσποτους γλάρους.
Το νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου.
Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούν
σα να 'ν' ανήμπορα, τα φύλλα.
Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη,
ζουζουνίζεις ακόμα
γύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.
Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα,
περίκομψη και σιγαλινή.
Αχ, σιγαλινή μου εσύ! Pablo Neruda
6 σχόλια:
AX, αγαπημένη μου, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω ξανά ενεργή μετά απο πολύ καιρό!!!!και πάντα διδάσκεις ...
Το γέλιο σου
Πάρε μου το ψωμί, αν θες,
πάρε μου τον αγέρα, μα
μη μου παίρνεις το γέλιο σου.
Μη μου παίρνεις το ρόδο,
τη λόγχη που τινάζεις,
το νερό που ξάφνου
χυμά απ’ τη χαρά σου,
το απότομο κύμα
το ασήμι που γεννάς.
Είναι σκληρός ο αγώνας μου και γυρνώ
με μάτια κουρασμένα
θωρώντας κάποτε
τη γη που δεν αλλάζει,
μα έρχεται το γέλιο σου
αναθρώσκωντας στον ουρανό γυρεύοντάς με
και μου ανοίγει τις πόρτες
όλες της ζωής.
Αγάπη μου, στις πιο μαύρες
ώρες μου τινάζεται
το γέλιο σου, κι όταν ξάφνου
δεις το αίμα μου
να λεκιάζει τις πέτρες του δρόμου,
γέλα, γιατί το γέλιο σου
θα ‘ναι στα χέρια μου
σα δροσερό σπαθί.
Δίπλα στη θάλασσα του φθινοπώρου,
το γέλιο σου ας αναβρύσει
σα σιντριβάνι, όλο αφρό
και την άνοιξη, αγάπη,
θέλω το γέλιο σου σαν
τον ανθό που πρόσμενα,
τον γαλανό ανθό, το ρόδο
της βουερής πατρίδας μου.
Γέλα στη νύχτα,
στη μέρα στο φεγγάρι,
γέλα στις στριφτές
στράτες του νησιού,
γέλα σ’ αυτό το άγαρμπο
αγόρι που σ’ αγαπά,
μα όταν ανοίγω τα μάτια και τα κλείνω,
όταν τα βήματά μου φεύγουν,
όταν γυρνούν τα βήματά μου,
αρνήσου με το ψωμί, τον αγέρα,
το φως, την άνοιξη,
μα ποτέ το γέλιο σου
γιατί θα πεθάνω.
μτφ: Ν. Χρυσόπουλος
αγαπημενη Mareld δεξου ενα δωρο
αγνο απο τον αγαπημενο μας Παμπλο...για την χαρα και την συγκινηση που σημερα μετα απο καιρο μπηκα στο μπουγαρινι σου και ειδα την συμπτωση να εχεις ανεβασει αυτην την πανεμορφη αναρτηση...να εισαι μονο καλα...!!!
Καλο Μήνα, Μαρέλντ μου!
Καλή η επάνοδος, με τον λυρικό αγαπημένο ποιητή!
Να είσαι καλά, γλυκιά μου,
πάντα με την αγάπη μου,
Υιωτα
αστοριανή
(το ...ηλιανθάκι σου)
ΝΥ
Ζακυνθινάκι μου, μου λείπεις!!!
Πορφυράκι πάντα να γελάς!!!
Ηλιανθάκι μου...κι εγώ σ΄αγαπώ...ελπίζω κάποτε να συναντηθούμε!!!
Δημοσίευση σχολίου